Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δεν γνωρίζει ακόμη αν ο ιός μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) υπαναχωρεί από προηγούμενες ανακοινώσεις για τη γρίπη των πουλερικών και τώρα ανακοινώνει πως χρειάζεται περισσότερα στοιχεία για να καθορίσει αν το νέο στέλεχος του ιού μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αξιωματούχος του ΠΟΥ επισημαίνει ότι το νέο στέλεχος είναι ένα από τα πιο θανατηφόρα του είδους του και μεταδίδεται ευκολότερα στους ανθρώπους απ’ ό,τι ένα προηγούμενο στέλεχος που από το 2003 έχει σκοτώσει εκατοντάδες άτομα σε όλο τον κόσμο. Διαπιστώνεται επίσης πως η συμπτωματολογία από τη μόλυνση κάποιες φορές δεν είναι εμφανής, οπότε γίνεται δύσκολη η διάγνωση.
«Τα στοιχεία μέχρι τώρα δεν επαρκούν για να συμπεράνουμε αν υπάρχει μετάδοση του ιού από άνθρωπο σε άνθρωπο» τονίζει χαρακτηριστικά ο Κέιζι Φουκούντα, αναπληρωτής γενικός διευθυντής, αρμόδιος για την ασφάλεια της υγείας. Επισημαίνει, δε, ότι δεν θα προκαλούσε έκπληξη αν αποδειχθεί στο μέλλον ότι υπάρχει μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο, αν και διευκρινίζει ότι με τα μέχρι στιγμής στοιχεία, τα ζωντανά πουλερικά σε αγορές και το περιβάλλον γύρω τους φαίνεται να αποτελούν το μεγαλύτερο κίνδυνο για τη μόλυνση των ανθρώπων. Από την πλευρά της, η Αν Κέλσο, επικεφαλής του ερευνητικού κέντρου του ΠΟΥ για τη γρίπη των πτηνών στην Αυστραλία, υπογραμμίζει ότι ο μειωμένος αριθμός κρουσμάτων στην ανατολική Κίνα τις τελευταίες μέρες δείχνει πως η απόφαση να κλείσουν οι αγορές πουλερικών είχε αποτέλεσμα.
Πάντως, ο Φουκούντα αναγνωρίζει ότι η κατάσταση παραμένει περίπλοκη, δύσκολη και ρευστή. «Μεταξύ των ιών της γρίπης, αυτός ο ιός είναι ασυνήθιστα επικίνδυνος για τους ανθρώπους» λέει και παραδέχεται ότι το νέο στέλεχος μεταδίδεται ευκολότερα στους ανθρώπους απ’ ό,τι το στέλεχος Η5Ν1, που από το 2003 έχει σκοτώσει εκατοντάδες ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Ο ιός Η7Ν9 έχει μολύνει 108 ανθρώπους στην Κίνα από τον Μάρτιο, ενώ εντοπίσθηκε για πρώτη φορά χθες και στην Ταϊβάν, όπως ανακοίνωσε επισήμως η χώρα. Ο ασθενής είναι 53χρονος επιχειρηματίας που εργαζόταν στην κινεζική πόλη Σούζου και εμφάνισε συμπτώματα τρεις μέρες μετά την επιστροφή του στην Ταϊπέι.