Οι έρευνες στο νησί της Ανδρου από πενήντα αρχαιολόγους για τον οικισμό που «εξαφανίστηκε».
Το μυστήριο της ξαφνικής φυγής του πληθυσμού μιας ολόκληρης πόλης και μάλιστα την περίοδο της ακμής της προσπαθεί να λύσει μεγάλη ομάδα Αυστραλών αρχαιολόγων που βρίσκεται στην Aνδρο. Ο οικισμός της Ζαγοράς εγκαταλείφθηκε κακήν κακώς από τους κατοίκους της κατά τον 8ο αιώνα, ενώ άκμαζε στο θαλάσσιο εμπόριο, στη γεωργία και τη βιομηχανία. Οι πενήντα αρχαιολόγοι με τους συνεργάτες τους έχουν βάλει στοίχημα να ανακαλύψουν αν η αιτία ήταν η έλλειψη γλυκού νερού ή κάποιος μεγάλος σεισμός.
Οι ανασκαφές, που επιχορηγούνται με 1.000.000 δολάρια από το Αυστραλιανό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών, το Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ και το Αυστραλιανό Συμβούλιο Ερευνών, θα διαρκέσουν συνολικά ενάμιση μήνα και ήδη η αρχαιολογική έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη, αφού άρχισε στα τέλη Σεπτεμβρίου. Οι επιστήμονες, μάλιστα, με επικεφαλής τη δρα Μάργκαρετ Μίλερ χρειάστηκε να επιστρατεύσουν ακόμη και μουλάρια για να προσεγγίσουν τον αρχαιολογικό χώρο της Ζαγοράς, όπου θα παραμείνουν έως τις 4 Νοεμβρίου.
«Η Ζαγορά είναι κάτι σαν την Πομπηία, ο χρόνος έχει παγώσει» λέει η δρ Μίλερ. «Για τη μεταφορά των βαριών εργαλείων κάνουμε χρήση μουλαριών, ενώ η αποστολή μένει στο Μπατσί. Η ανασκαφή και τα ευρήματα του αρχαιολογικού χώρου της Ζαγοράς, του καλύτερα διατηρημένου οικισμού της Γεωμετρικής Περιόδου, παρέχουν σημαντικά στοιχεία για τη ζωή στο Αιγαίο τότε. Κανένας άλλος χώρος στον ελλαδικό κόσμο δεν προσφέρει μια τόσο καθαρή εικόνα της ιδιωτικής ζωής στην περίοδο αυτή».
Οπως εξηγεί η αρχαιολόγος, στην πραγματικότητα η περιοχή προκαλεί τα στερεότυπα του πώς πρέπει να είναι μια πόλη: δεν υπάρχουν κουζίνες σε σπίτια αλλά τεράστιες αποθήκες, η βιομηχανία δεν περιορίζεται σε μια περιοχή, ένα ερώτημα πλανάται πάνω από τη θρησκεία και η σημαντικότερη πτυχή του οικισμού φαίνεται να είναι το τοιχισμένο φρούριο. Η πρώτη αρχαιολογική ανασκαφή της Αυστραλίας στην Ελλάδα ήταν μάλιστα ακριβώς στη Ζαγορά, κατά τη δεκαετία του ’60-’70 και κατάφερε να ανασκάψει περίπου το 10% του χώρου 6,5 εκταρίων, δίχως όμως να λύσει το «αίνιγμα».
Τα γεωραντάρ, η ανάλυση δορυφορικών εικόνων και η πολυφασματική επεξεργασία τους μπορούν να βοηθήσουν, λέει η δρ Λέσλι Μπομόντ, ειδικός του Αρχαίου Ελληνικού Κόσμου από το Τμήμα της Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ. Θα χρησιμοποιηθούν σύγχρονα ειδικά συστήματα έρευνας κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και θα ερευνηθεί αν υπήρξε σεισμός ελέγχοντας το βραχώδες έδαφος της Ζαγοράς που αποτελείται από στρώματα σχιστόλιθου και μαρμάρου. Αν υπήρχε μετατόπιση των στρωμάτων λόγω του σεισμού, τα αποθέματα του νερού θα μπορούσαν να είχαν αλλάξει κατεύθυνση και η περιοχή, ενώ είχε νερό, μπορεί ξαφνικά να στέρεψε. Από την άλλη, η ομάδα των αρχαιολόγων μηχανεύεται κάθε είδους κόλπο προκειμένου να ενισχύσει τα «εργαλεία» της, όπως, για παράδειγμα, η κάμερα που προσαρμόστηκε σε χαρταετό προκειμένου να εξασφαλιστεί η λήψη αεροφωτογραφιών στην περιοχή.
«Δεν ξέρουμε ακόμη αν οι αρχαιολόγοι θα καταφέρουν να μάθουν τελικά αν οι κάτοικοι εγκατέλειψαν την πόλη έπειτα από κάποιο σεισμό ή λόγω έλλειψης νερού. Το σημείο ωστόσο όπου βρισκόταν η πόλη είναι πολύ ενδιαφέρον, καθώς έχουν διασωθεί σημαντικά πράγματα, όπως οι πανύψηλοι τοίχοι και διάφορα άλλα ευρήματα» τονίζει στην «Espresso της Κυριακής» ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Ανδρου Νίκος Θεολόγου και σημειώνει ότι υπάρχει άλλος ένας οικισμός, που είναι ήδη επισκέψιμος: «Είναι ο οικισμός της Υψηλής και βρίσκεται σε απόσταση 15 χιλιομέτρων από τον οικισμό της Ζαγοράς, προς το λιμάνι του Γαυρίου. Παρότι η λειτουργία του είναι κακή, έχει επισκεψιμότητα». Η «Espresso της Κυριακής» προσπάθησε επανειλημμένως να επικοινωνήσει και με τον δήμαρχο του νησιού Ιωάννη Γλυνό, ωστόσο δεν κατέστη δυνατό.
Η αναφορά στην Ιλιάδα του Ομήρου
Πριν από τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες, όπως ο Ομηρος έγραφε στην Ιλιάδα, υπήρχε μια πολυσύχναστη πόλη στην Ελλάδα, αλλά εξαφανίστηκε, γεγονός που χρονολογείται στις αρχές της Εποχής του Σιδήρου. Ο οικισμός της Ζαγοράς βρίσκεται στο φυσικό οχυρωμένο οροπέδιο μιας απόκρημνης χερσονήσου, δυτικά του νησιού, με θέα που επέτρεπε στους ντόπιους να ελέγχουν τον θαλάσσιο δρόμο από την Αττική προς τα νησιά και τη Μικρά Ασία.
Οι συστηματικές ανασκαφικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν από τον καθηγητή Αλέξανδρο Καμπίτογλου (1965-1972) αποκάλυψαν ένα μεγάλο τμήμα μιας πόλης της Γεωμετρικής Περιόδου. Η ζωή του οικισμού άρχισε περίπου τον 10ο αιώνα π.Χ., με περίοδο ακμής το δεύτερο μισό του 8ου αιώνα, στο τέλος του οποίου η ζωή διακόπηκε ξαφνικά. Βρέθηκαν υπολείμματα του τείχους, ιδιωτικών οικιών και ενός ιερού. Το τείχος είχε χτιστεί κατά μήκος του λαιμού της χερσονήσου και προστάτευε την πόλη από την πλευρά της ξηράς. Η είσοδος στον οικισμό γινόταν από μια μεγάλη πύλη, ενισχυμένη με προμαχώνα και χτισμένη στο νοτιοανατολικό άκρο του τείχους.
Η πόλη ήταν πυκνοκατοικημένη. Δομικό υλικό αποτελούσαν κυρίως ο σχιστόλιθος και το φαιό μάρμαρο και τα σπίτια είχαν συνήθως από έναν μεγάλο ορθογώνιο χώρο με εστία στο κέντρο, έναν συνεχόμενο αποθηκευτικό χώρο με λίθινα θρανία κατά μήκος των τοίχων για τη στήριξη πίθων και έναν στάβλο με αυλή. Στο μέσο περίπου του οικισμού ανασκάφθηκαν τα υπολείμματα ενός ιερού, του οποίου η ίδρυση ανάγεται στον 8ο αιώνα π.Χ., ο οποίος όμως συνέχισε να λειτουργεί έως το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ., παρόλο που ο οικισμός είχε εγκαταλειφθεί τρεις αιώνες νωρίτερα!
ΕΥΑ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ

