Βγαίνει στο σφυρί το κτίριο του μουσείου λόγω αδυναμίας αποπεράτωσής του.
«Δεν τολμώ να αναφέρω τις λέξεις “Μουσείο Νόμπελ”, γιατί όλοι ξέρουν ότι είναι πολύ δύσκολη η πραγματοποίησή του. Στους διεθνείς κύκλους της παγκόσμιας αναγνωρισμένης ελίτ είναι δείκτης υπεροχής και φυσικά πετυχημένης κρατικής πολιτικής» είπε ο Πάμπλο Νερούδα στο Παρίσι το 1970. Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα το επιβλητικό κτίριο του Ελληνικού Μουσείου Νόμπελ στο Χαλάνδρι, που προοριζόταν να στεγάσει το 97% του θρυλικού αρχείου του Αλφρεντ Νόμπελ αλλά και χιλιάδες προσωπικά αντικείμενα νομπελιστών, βγαίνει στο σφυρί, λόγω αδυναμίας ολοκλήρωσης των οικοδομικών εργασιών και «χτυπημένο» από την οικονομική κρίση!
Μιλώντας αποκλειστικά στην «Espresso», ο καθηγητής Μεσαιωνικού Δικαίου στα πανεπιστήμια της Ρώμης και του Βατικανού, ιδιοκτήτης του μουσειακού κτιρίου και κάτοχος της συλλογής του Νόμπελ Γιώργος Μάρκου κάνει λόγο για «εθνική κατάντια», τονίζει ότι κοινοτικά κονδύλια καταλήγουν σε κομματικές παρέες και παράνομες ΜΚΟ, και αποκαλύπτει πως πλέον σκοπεύει να δημιουργήσει ένα ψηφιακό μουσείο, στο οποίο θα παρουσιάζονται λεπτομερώς τα περισσότερα από 12.600 εκθέματα που έχει στην κατοχή του.
Η ιδέα για τη δημιουργία του μουσείου της ελληνικής συλλογής Νόμπελ γεννήθηκε όταν ο κ. Μάρκου, ύστερα από χρόνια ερευνών σε κάθε γωνιά του πλανήτη, κατάφερε να εντοπίσει αλλά και να πάρει στην κατοχή του το θρυλικό αρχείο του Σουηδού εφευρέτη, που είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς από την πολυτελή βίλα του στο Σαν Ρέμο λίγες μόλις μέρες μετά τον θάνατό του, το 1896.
Ετσι τον Ιούλιο του 2005 και αφού ρευστοποίησε όλη την ακίνητη περιουσία του προκειμένου να κατασκευάσει το Ελληνικό Μουσείο Νόμπελ στο Χαλάνδρι, ακολούθησε πιστά τις συμβουλές κορυφαίων αρχιτεκτόνων παγκόσμιας φήμης, όπως οι Κένζο Τάγκε και Λάραμπι Μπάρνες (Μουσείο του Ντάλας) και άρχισε την οικοδόμηση ενός πραγματικά μεγαλοπρεπούς και υπερσύγχρονου κτιρίου με εμβαδόν που ξεπερνά τα 3.250 τ.μ.! Ωστόσο, ενώ ο αρχικός προγραμματισμός ήθελε τα έργα να έχουν ολοκληρωθεί το 2009, το μουσείο δεν άνοιξε ποτέ τις πόρτες του, λόγω έλλειψης χρημάτων!
«Η ζωή μου πιστεύω ότι αξίζει περισσότερο από τα πολιτιστικά μου οράματα, για τα οποία έχω καταναλώσει μέγα μέρος της περιουσίας μου. Και όχι μόνο της δικής μου αλλά και της αδελφής μου» αναφέρει ο καθηγητής κ. Μάρκου και επισημαίνει: «Στην Ελλάδα κανείς πολιτικός δεν εκτιμάει τη πολιτιστική ανάπτυξη. Μου το έλεγαν στο εξωτερικό, αλλά δεν το πίστευα. Μου το είχε πρωτοπεί ο Γάλλος υπουργός Πολιτισμού Αντρέ Μαλρό, αλλά και ο τ. πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζιοβάνι Σπαντολίνι, η διάσημη συλλέκτρια Πέγκυ Γκουγκενχάιμ και πολλές ακόμη προσωπικότητες απ’ όλον τον κόσμο. Δεν το πίστευα μέχρι να το νιώσω στο πετσί μου.
»Τα τελευταία πέντε χρόνια η πολιτιστική πολιτική του υπουργείου Πολιτισμού είναι ντροπιαστική. Είχα συμμετάσχει σε διάφορα προγράμματα του υπουργείου πιστεύοντας πως το κράτος θα βοηθούσε στην ολοκλήρωση του μουσείου. Ωστόσο γρήγορα αντιλήφθηκα πως τα χρήματα του ΕΣΠΑ για πολιτιστικά προγράμματα πηγαίνουν σε κομματικές παρεούλες και σε παράνομες ΜΚΟ. Παρά όμως τις δημοσιογραφικές -ελληνικές και διεθνείς- ισχυρές καταγγελίες, κρατικός έλεγχος δεν υπάρχει από πουθενά».
Η είδηση της ανέγερσης του Ελληνικού Μουσείου Νόμπελ, που -μεταξύ άλλων- περιλαμβάνει αίθουσες εκθεμάτων, βιβλιοθήκη, αρχείο και αμφιθέατρο δύο σκηνών και 210 θέσεων, είχε προκαλέσει παγκόσμιο ενδιαφέρον, αφού ενώ η οικία-μουσείο του Νόμπελ στο Σαν Ρέμο της Ιταλίας είναι άδεια από χειρόγραφα των Νόμπελ, έγγραφα και άλλα πολλά ιστορικά αντικείμενα. Αντιθέτως, το ελληνικό μουσείο στο Χαλάνδρι θα διέθετε περισσότερα από 12.500 σπάνια εκθέματα και θα γινόταν πόλος έλξης για χιλιάδες επισκέπτες αλλά και επιφανείς προσωπικότητες. Ομως, όπως υπογραμμίζει ο καθηγητής, οι αρμόδιοι του υπουργείου Πολιτισμού δεν αντιλήφθηκαν ποτέ τα τεράστια οφέλη που θα προέκυπταν από τη λειτουργία του μουσείου και όταν η γενική καθίζηση της ελληνικής αγοράς έβαλε φρένο στα έργα πριν προλάβει να τελειώσει το κτίριο, δεν έδειξαν καμιά διάθεση να βοηθήσουν.
«Είμαι ο πρώτος που ανακάλυψε και τεκμηρίωσε επιστημονικά τον φιλελληνισμό του Α. Νόμπελ. Ταυτόχρονα, ύστερα από πολλές έρευνες, ταξίδια, τεράστια έξοδα και κόπο κατάφερα να αποκτήσω τη χαμένη εδώ και έναν αιώνα συλλογή του, γεγονός που υπογράμμισαν παγκόσμιας φήμης έντυπα και δίκτυα, όπως η «Washington Post», το BBC και η RAI. Αυτό φυσικά δεν άρεσε σε πολλούς ξένους που διεκδικούν ψυχή τε και σώματι τον Α. Νόμπελ» δηλώνει ο Γιώργος Μάρκου και συμπληρώνει: «Δυστυχώς, στη χώρα μας ο πατριωτισμός έχει εξαφανιστεί. Πριν από δύο χρόνια ένας Ευρωπαίος πολιτικός μού είπε: “Εάν αγαπάς την πατρίδα σου, μην ανακοινώσεις διεθνώς την πώληση, γιατί είναι ντροπή!” Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα δεν λέγεται “εθνική σπατάλη” αλλά “εθνική και ευρωπαϊκή προδοσία”».
Αναφερόμενος στον ανεκτίμητης χρηματικής και πολιτιστικής αξίας θησαυρό που έχει στην κατοχή του και που φυλάσσεται σε θυρίδες ανά τον κόσμο, ο κ. Μάρκου δηλώνει κατηγορηματικά πως παρά την κυβερνητική αναλγησία, η Ελλάδα δεν θα χάσει την Ελληνική Συλλογή Νόμπελ, γιατί ο ίδιος δεν προτίθεται να την πουλήσει, ούτε να την μεταφέρει στο εξωτερικό. «Αυτή η Κιβωτός Ευρωπαϊκής Γνώσης και Πληροφοριών, όπως την ονόμαζαν οι Α. Μοράβια, Ι. Καλβίνο και πολλοί νομπελίστες, βάσει της σημερινής εξελιγμένης τεχνολογίας θα γίνει ένα διαδικτυακό μουσείο με παγκόσμιο ενδιαφέρον και υποστήριξη.
»Η Ελληνική Συλλογή Νόμπελ, στην οποία παρουσιάζονται λεπτομερώς 9.500 εκθέματα (σήμερα έχει 12.600), έχει εκδοθεί σε μορφή ψηφιακή (3 αντίτυπα, 800 σελίδες το καθένα) και έχει τιμηθεί με τον Α’ Επαινο της Ακαδημίας Αθηνών και άλλων ξένων διεθνών ιδρυμάτων. Οσο για το κτίριο, ίσως καταλήξει σε κάποιο κράτος του Περσικού κόλπου ή και αλλού, όπου έχουν δείξει μεγάλο ενδιαφέρον».
Η συλλογή με τα σπάνια χειρόγραφα
Το πρώτο αντικείμενο που μπήκε στη συλλογή του διάσημου καθηγητή ήταν ένα μετάλλιο της βραβευμένης με δύο Νόμπελ Γαλλίδας φυσικού και χημικού Μαρίας Κιουρί, το οποίο του είχε δωρίσει ο Χιλιανός ποιητής Πάμπλο Νερούδα που το 1971 βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. «Πολλά από τα αντικείμενα που έχω μου τα έχουν δωρίσει μεγάλες προσωπικότητες παγκόσμιου βεληνεκούς, ενώ τα υπόλοιπα τα έχω αγοράσει» αναφέρει ο ίδιος και τονίζει:
«H συλλογή μου αποτελείται από σπάνια και ανέκδοτα χειρόγραφα, επιστολές, έγγραφα, μετοχές, άδειες εφευρέσεων, σχέδια, χαρακτικά, χάρτες, φωτογραφίες, κρατικά απόρρητα και εμπιστευτικά φυλλάδια, βιβλία, περιοδικά, ανάτυπα, γραμματόσημα, αφίσες, μετάλλια, αντικείμενα από τα εργοστάσια παραγωγής εκρηκτικών υλών του Νόμπελ, παράσημα του Νόμπελ, αλλά και αντικείμενα που αφορούν τους νομπελίστες του 20ού αιώνα και προέρχονται από 161 ιδιωτικές συλλογές από 62 χώρες. Ανάμεσα σε αυτά είναι και οι μετοχές του Ισθμού της Κορίνθου, με τις οποίες είχε πληρωθεί ο Νόμπελ για τα εκρηκτικά που είχε διαθέσει κατά τη διάρκεια των έργων διάνοιξης. Τα σπάνια αυτά έγγραφα είχαν καταλήξει στα χέρια του Αλμπερτ Αϊνστάιν, του οποίου έχω και το διαβατήριο».
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΞΙΩΤΗΣ


