Όσοι συσκέπτονται δεν είναι ότι δεν σκέφτονται. Είναι ότι εξαντλούνται και έπειτα δεν έχουν κουράγιο να κάνουν τη δουλειά τους.
Αυτό είναι το συμπέρασμα ψυχολόγων, οι οποίοι εισήγαγαν και τον όρο «σύνδρομο ανάρρωσης από τη σύσκεψη» για να περιγράψουν τον χρόνο που χρειάζονται οι εργαζόμενοι ώστε να συνέλθουν από την πολύβουη διαδικασία της σύσκεψης και να επικεντρωθούν στη δουλειά που έχουν να κάνουν.
Οι ειδικοί τονίζουν ότι ο χρόνος που χρειάζεται κάθε άνθρωπος για να συνέλθει έπειτα από συσκέψεις είναι διαφορετικός. Κάποιοι μπορούν να το καταφέρουν γρήγορα, ενώ άλλοι κουβαλούν αυτή την κούραση έως το τέλος της ημέρας. Κατά μέσο όρο, πάντως, εκτιμάται ότι μετά τη σύσκεψη χρειάζονται περίπου 45 λεπτά για να εστιάσει ένας εργαζόμενος την προσοχή του σε αυτό που πρέπει να παραγάγει. Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα όταν κάποιος έχει απανωτές συσκέψεις με κενό μόλις μισής ώρας ανάμεσα σε καθεμιά.
Στις ΗΠΑ, όπου καθημερινά γίνονται από 11.000.000 έως 55.000.000 συσκέψεις, με τον μέσο εργαζόμενο να ξοδεύει έξι ώρες σε αυτές κάθε εβδομάδα, η ανάγκη για λύση είναι μεγάλη.
Ομάδα ερευνητών του πανεπιστημίου της Νεμπράσκα δημιούργησε ένα πρωτόκολλο για την αντιμετώπιση των «παρενεργειών» των συσκέψεων, αξιολογώντας αρχικά αν μια σύσκεψη είναι πραγματικά αναγκαία. Το δεύτερο βήμα είναι η μικρότερη δυνατή διάρκεια. Μετά τη σύσκεψη η «διαδικασία ανάρρωσης» μπορεί να επιταχυνθεί αν ένας εργαζόμενος κάνει κάτι που του αρέσει προτού καθίσει πάλι στο γραφείο του.