Εφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 80 χρόνων, η ιδιοκτήτρια των φημισμένων οίκων ανοχής Villa Erotica και Οίκος Εποχής, «μαντάμ Σούλα», κατά κόσμον Χρυσούλα Αλευρίδου, η οποία αποτέλεσε αμφιλεγόμενη και συνάμα σεβαστή προσωπικότητα στη Λάρισα, καθώς έκανε πολλές φιλανθρωπίες που της χάρισαν το προσωνύμιο «αρχόντισσα του Κάμπου»!

Γεννημένη στο Κιλκίς, με καταγωγή από τον Πόντο, η Χρυσούλα μεγάλωσε σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Αντάρτης με τον ΕΛΑΣ ο πατέρας της, σκοτώθηκε και έμεινε ορφανή από 17 ημερών, με συνέπεια να αναγκαστεί να μάθει να παλεύει για την επιβίωση από πολύ τρυφερή ηλικία. Η μητέρα της δούλευε όπου μπορούσε για να μεγαλώσει τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας, ενώ η ίδια δούλευε ως υπηρέτρια σε σπίτια από τα 11 χρόνια της, την ώρα που άλλα κοριτσάκια της ηλικίας της έπαιζαν με κούκλες.
Στην εφηβεία της γνώρισε τον άντρα της, η οικογένεια του οποίου ανήκε στους μαυραγορίτες, κάτι που δεν ταίριαζε στις πολιτικές απόψεις της δικής της οικογένειας. Σε ηλικία 15 χρόνων έμεινε έγκυος στον γιο της, ωστόσο, τρία χρόνια αργότερα, αναγκάστηκε να φύγει για τη Θεσσαλονίκη και να μεγαλώσει μόνη το παιδί της, καθώς έχασε τον σύζυγό της. Το διάστημα εκείνο εργάστηκε στα χωράφια και σε σπίτια ως καθαρίστρια. Μέχρι πλύστρα έγινε σε εργοστάσιο, όπου μάζευε τα γυάλινα μπουκάλια αναψυκτικών για να τα ξαναγεμίσει με πορτοκαλάδα!

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, τα αδέλφια της ξενιτεύτηκαν στη Γερμανία και εκείνη έμεινε μόνη της στην Ελλάδα με ένα παιδί και τη μητέρα της, που, εξαιτίας προβλημάτων όρασης, έμεινε τυφλή. Όλα τα παραπάνω διαμόρφωσαν έναν χαρακτήρα αποφασιστικό, που δεν φοβόταν τις συγκρούσεις, ούτε τις δύσκολες επιλογές, στοιχείο που επηρέασε καθοριστικά τη μετέπειτα πορεία της.

«Είχα φτάσει 27 ετών και δεν μπορούσα να στηρίξω την οικογένεια οικονομικά. Ολοι μου έλεγαν ότι είμαι πολύ όμορφη, και έτσι μια μέρα αποφάσισα από μόνη μου να ασχοληθώ με το αρχαιότερο επάγγελμα» είχε πει για τη ζωή της η μικρόσωμη ξανθιά κυρία με το κοντοκουρεμένο μαλλί και την περιποιημένη εμφάνιση. Το 2009, η Χρυσούλα Αλευρίδου μετακόμισε επαγγελματικά στη Λάρισα, όπου ανέπτυξε δραστηριότητα στον χώρο του αγοραίου έρωτα, αγοράζοντας 27 στρέμματα γης για να χτίσει τους οίκους ανοχής. Μια επένδυση που άγγιξε τα 4.000.000 ευρώ, όπως η ίδια έχει πει.
Στα λαμπερά εγκαίνια που είχε κάνει έναν χρόνο αργότερα, με καλεσμένη την Τζούλια Αλεξανδράτου, είχαν σπεύσει 3.000 άτομα! Εκτός από τις σεξουαλικές υπηρεσίες της επιχείρησής της, πρόσφερε αμέριστη βοήθεια στους συμπατριώτες της, είτε ενισχύοντας οικονομικά άπορες οικογένειες είτε δωρίζοντας βιβλιοθήκες στα σχολεία ή δίνοντας αίμα σε όποιον το ζητούσε, πάντοτε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας! Ακόμη και την περίοδο της πανδημίας, όταν και η δική της επιχείρηση χτυπήθηκε οικονομικά, συνέχισε τις φιλανθρωπίες, κάτι που την καθιέρωσε στις συνειδήσεις των συμπολιτών της ως αντιφατική μορφή και, ταυτόχρονα, γενναιόδωρη προστάτιδα!

Η κηδεία της τελέστηκε στις 12, χθες, στον Ιερό Ναό Αναστάσεως του Λαζάρου, στο Νέο Κοιμητήριο Λάρισας, παρουσία συγγενών και φίλων.
Η πασίγνωστη ιδιοκτήτρια οίκων ανοχής Χρυσούλα Αλευρίδου έγινε ευρέως γνωστή όταν ανέλαβε χορηγός ερασιτεχνικής ποδοσφαιρικής ομάδας της Λάρισας, του Βουκεφάλα, μια κίνηση που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και τράβηξε διεθνή προβολή. Μάλιστα, η φήμη της έφτασε μέχρι τη βρετανική εφημερίδα «Guardian», όταν της επιστράφηκε το φωτοτυπικό μηχάνημα το οποίο είχε κάνει δωρεά σε σχολείο της Πάτρας! Τον Απρίλιο του 2107 άνοιξε τα «φτερά» της στην… παγκοσμιοποίηση, καθώς έγινε «χρυσή» χορηγός σε διεθνές συνέδριο οικονομικών παραγόντων από κάθε γωνιά του πλανήτη, το οποίο πραγματοποιήθηκε στη θεσσαλική πόλη, με τη συμμετοχή κορυφαίων στελεχών επιχειρήσεων, διακεκριμένων ερευνητών και ειδικών σε θέματα εγχώριας και διεθνούς πολιτικής σκηνής.
Η γνωστή ιδιοκτήτρια των δύο φημισμένων οίκων ανοχής, Villa Erotica και Οίκος Εποχής, ήταν μία από τους ομιλητές, με την ίδια να δηλώνει τότε αποκλειστικά στην «Espresso»: «Πρόκειται για ένα πανευρωπαϊκό-παγκόσμιο συνέδριο σε σχέση με το επιχειρείν και τη νέα αγροτική καλλιέργεια, το οποίο διοργανώνεται από καταξιωμένους καθηγητές, αγρότες και δήμους. Θα είμαι κι εγώ ομιλήτρια. Θα πάμε και σε άλλες χώρες. Πρώτος σταθμός θα είναι η Αυστρία, μετά η Ολλανδία και η Βραζιλία. Δεν ασχολούμαι μόνο με τον τομέα τον οποίο γνωρίζετε. Δεν είμαι εγκλωβισμένη σε κλισέ. Είμαι ένα διαλλακτικό, κοινωνικό άτομο, που ενδιαφέρεται για ό,τι έχει σχέση με την πατρίδα του και μπορεί να φέρει ανάπτυξη!»
Απαντώντας η 71χρονη -τότε- επιχειρηματίας σε όσους είχαν νιώσει θιγμένοι βλέποντας τη μακέτα στην οποία φιγούραραν οι δύο οίκοι ανοχής, είχε πει: «Οσοι είναι στενόμυαλοι ας καθίσουν στις δάφνες τους! Εμείς δεν έχουμε κοινωνικό ρατσισμό». Παράλληλα, είχε αρνηθεί ότι η πράξη της είχε αρνητικό αντίκτυπο. Και στο τέλος της συνέντευξής της είχε εκφράσει και ένα παράπονο για το γεγονός ότι οι δουλειές στους οίκους ανοχής της δεν πήγαιναν πολύ καλά εκείνη την περίοδο. «Ο κόσμος δεν έχει να ταΐσει τα παιδιά του και έβγαλε χειμώνα χωρίς θέρμανση! Εδώ θα έρθει;» είχε αναρωτηθεί.

Την ώρα, πάντως, που πολλοί κάτοικοι του Βόλου και της γύρω περιοχής έβρισκαν μια μορφή διασκέδασης και ελευθερίας στους χώρους που διαχειριζόταν η «μαντάμ Σούλα», η ίδια ουδέποτε προσπάθησε να κρύψει τη δουλειά της. Αντιθέτως, στήριξε δημόσια τις επιλογές της και αμφισβήτησε ανοιχτά κοινωνικά στερεότυπα, σπάζοντας τα ταμπού. Η ζωή της ήταν γεμάτη στερήσεις, επιμονή και επιλογές που δεν άφηναν κανέναν αδιάφορο. Με τον θάνατό της, τον οποίο έκανε γνωστό η εφημερίδα «Ελευθερία», έκλεισε ένα κεφάλαιο που σημάδεψε την τοπική κοινωνία της Λάρισας, αφήνοντας πίσω της ένα αποτύπωμα που δύσκολα μπορεί να αγνοηθεί.


