Ο ηθοποιός Γιάννης Μόρτζος μιλά για τις 12.000 θεατρικές παραστάσεις της καριέρας του, τη συναναστροφή του με τον Κουν και τη στήριξη της συζύγου του Γιούλης Ζήκου
Μετράει 12.000 παραστάσεις στην καριέρα του, για το 2016 ετοιμάζει παράσταση με ήρωα τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ενώ μια… φωνή τον ενημέρωσε -μεταφυσικά- ότι δεν επρόκειτο να πεθάνει, ύστερα από 40 μέρες σε καταστολή στην Εντατική νοσοκομείου. Ο Γιάννης Μόρτζος μιλάει στην «Espresso» για την εγχείρηση ρουτίνας που κατέληξε σε περιπέτεια, με τους γιατρούς να έχουν σηκώσει τα χέρια ψηλά και τη σύζυγό του Γιούλη Ζήκου να στέκεται βράχος στο πλευρό του.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΚΙΝΟΟ ΜΠΟΥΝΙΑ
Φωτό: Χρήστος Ζήνας
Η αλήθεια είναι ότι χαρήκαμε πολύ που είδαμε τον ακούραστο στρατιώτη της τέχνης υγιέστατο και πάλι, έτοιμο για νέες περιπέτειες στο σανίδι, αφού -όπως μας εξομολογήθηκε- «δεν ήταν καθόλου εύκολα τα πράγματα». Ο Μόρτζος, θεατρικό παιδί του Κάρολου Κουν, συμπληρώνει φέτος 53 συνεχή χρόνια στη σκηνή, με 12.000 παραστάσεις στο ενεργητικό του. Μας μιλάει για τον θρυλικό δάσκαλό του και τις λαμπρές αλλά και συνάμα «καλογερίστικες» στιγμές που έζησε στο θέατρο Τέχνης, το οποίο, όπως υποστηρίζει, «έχει πέσει σε κακά χέρια και όλα αυτά που γίνονται δεν έχουν καμία σχέση με τον ιερό χώρο του».
Αναφέρεται στην πολιτική κατάσταση και υποστηρίζει ότι του λείπει πολύ ο καλός φίλος του Ανδρέας Παπανδρέου, ενώ χαρακτηρίζει τον Αλέξη Τσίπρα τυχερό. «Σαν να έπεσε από την Ακρόπολη και, αντί να σκοτωθεί, βρήκε και ένα πορτοφόλι με λεφτά» λέει χαρακτηριστικά. Επίσης, αναφέρει ότι αυτοί που αποτελούν τον κύκλο του πρωθυπουργού είναι τενεκέδες ξεγάνωτοι!
Ο καλός ηθοποιός τονίζει ότι αυτή την περίοδο η Ελλάδα χρειάζεται έναν πολιτικό, όπως ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος είχε όραμα. «Πρόκειται για μια προσωπικότητα, την οποία σήμερα θα είχαμε ανάγκη για να μας σώσει.
Ηρωας στο νέο έργο
Ο Βενιζέλος θα είναι ο ήρωας του επόμενου θεατρικού μου έργου, το οποίο έχει γράψει ο Γρηγόρης Χαλικιόπουλος και θα ανεβεί στις αρχές του επόμενου χρόνου στην ολοκαινούργια θεατρική μας στέγη, Μοσχονησίων 46, στην πλατεία Αμερικής. Ωστόσο, η Γιούλη Ζήκου θα ανεβάσει την Πρωτοχρονιά το έργο “Εγώ, η Μάρθα Φρόιντ”, που παίχτηκε φέτος με μεγάλη επιτυχία» μας λέει με μεγάλη χαρά.
Πριν από λίγο καιρό πέρασες μια μεγάλη περιπέτεια με την υγεία σου. Τι σου συνέβη και μας… κοψοχόλιασες;
Πήγα να κάνω μια εγχείρηση ρουτίνας, ήταν τρεις αρτηρίες μου βουλωμένες, και βρέθηκα στην Εντατική. Με δύο λόγια, πήγα στον άλλο κόσμο και ξαναγύρισα. Με είχανε ξεγράψει. Για 45 μέρες ήμουνα σε κώμα, «φυτό», έβλεπα φρικτά όνειρα, όπως ότι βρισκόμουν καρφωμένος σε μια καρέκλα και δεν μπορούσα να σηκωθώ ή ότι ήμουνα σε μια πορεία διαμαρτυρίας, όλοι έτρεχαν κι εγώ δεν μπορούσα να τρέξω. Κάποια στιγμή είδα ότι το ταβάνι θα έπεφτε να με πλακώσει και είπα «έρχεται το τέλος μου». Ξαφνικά, εμφανίζεται πάνω μου ένα λευκό σύννεφο και ακούω μια βαριά αντρική φωνή να μου λέει: «Μη φοβάσαι, θα ζήσεις». Αρχικά δεν πίστεψα αυτό που μου είπε, αλλά τελικά άρχισα σιγά σιγά να συνέρχομαι. Οι γιατροί είχαν πει στη γυναίκα μου πως ό,τι ήταν να κάνουν το κάνανε, από κει και πέρα σήκωσαν τα χέρια ψηλά. Τι να πω; Αυτό που μου συνέβη είναι κάτι το μεταφυσικό.
Από τη νοσηλεία σου έχεις κάποιο παράπονο;
Εκτιμώ τους επιστήμονες, αλλά, αν ο γιατρός δεν είναι και άνθρωπος, να πάει να… κουμπουριαστεί, που λένε και στο χωριό μου. Ημουν 52 μέρες στο νοσοκομείο και δεν ήρθε ένας γιατρός να μου σφίξει το χέρι. Να μου πει κάτι ευχάριστο και να μου φτιάξει τη διάθεση. Ερχόντουσαν ανέκφραστοι και μου έλεγαν το τυπικό «υπομονή, καλά πάμε». «Πού το είδες το καλά;» είπα μια μέρα σε έναν από αυτούς. Αυτό είναι το παράπονό μου. Ας είναι καλά η Γιούλη, η γυναίκα μου, που δεν έλειψε στιγμή από το πλευρό μου και μου έδινε κουράγιο.
Γιάννη, πού γεννήθηκες;
Γεννήθηκα τη δεκαετία του ’40 στο χωριό Σκουρέικα της Σάμου. Πήγα γυμνάσιο στην πρωτεύουσα, το Βαθύ, που τότε είχε ηλεκτρικό ρεύμα, ενώ στο χωριό μου υπήρχαν μόνο οι γκαζόλαμπες. Ο πατέρας μου, ο οποίος φυλακίστηκε γιατί ήταν αριστερός, εκδιώχτηκε από τη θέση του γραμματέα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, για να τον διαδεχτεί ένας χαφιές και μάλιστα δοσίλογος. Ετσι, ο άνθρωπος το γύρισε στην αγροτική ζωή και με χίλια βάσανα κατόρθωσε να φτιάξει ένα λιοτρίβι. Εχω δύο αδελφούς και μπορώ να πω ότι εκείνα τα πέτρινα χρόνια οι παππούδες μάς έσωσαν. Μας χαρτζιλίκωναν, όπως λέγαμε τότε.
Πες μου μια έντονη εικόνα που υπάρχει στη μνήμη σου από εκείνα τα χρόνια;
Στη διάρκεια του Εμφύλιου ήμουν επτά οκτώ χρόνων και είχα αρχίσει να καταλαβαίνω τι γινόταν. Εβλεπα σκοτωμούς, «καρφώματα», ξύλο και, βέβαια, υπήρχε μεγάλη πείνα. Το ψωμί το παίρναμε με το δελτίο, 200 γραμμάρια, όχι παραπάνω. Ολες αυτές οι άσχημες εικόνες είναι βαθιά χαραγμένες στη μνήμη μου. Θυμάμαι έναν αντάρτη, από την πλευρά των κομμουνιστών, που ήταν «θηρίο» στην κορμοστασιά και φορούσε μόνο ένα σκισμένο σώβρακο και ένα πουκάμισο διάτρητο. Δηλαδή ήταν σχεδόν γυμνός. Τον συνάντησα έξω από ένα χωριό και, μόλις με είδε, μου ζήτησε να πάω να ειδοποιήσω ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, για να παραδοθεί. Επέμενε να βρω αυτόν που ήθελε και όχι κάποιον άλλο γιατί, όπως μου τόνισε, αν ερχόταν άλλος, θα τον σκότωναν. Από τότε συμπαθώ όλους του κυνηγημένους και, βέβαια, για τον Εμφύλιο λέω πάντα ότι είναι το δεύτερο μεγάλο πλήγμα του Ελληνα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Λένε ότι και η σημερινή εποχή της Ελλάδας έχει εμφυλιοπολεμικά σημάδια.
Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι να υπάρχει σύμπνοια. Είναι ανεξήγητο το να υπάρχουν διαφορές μεταξύ μας, όταν η πατρίδα κινδυνεύει. Ας σώσουμε πρώτα την Ελλάδα και μετά την καταστρέφουμε. Αυτό που προέχει τώρα είναι η σωτηρία της πατρίδας μας!
Πότε προκύπτει η επιθυμία σου να γίνεις ηθοποιός;
Εψαχνα επίμονα να βρω μια ευκαιρία να έρθω στην Αθήνα, γιατί θεωρούσα ότι η ζωή ήταν καλύτερη εκεί από τη δική μας στην επαρχία. Βέβαια, τελειώνοντας το γυμνάσιο, δεν μπορούσα να πάω να φοιτήσω σε ανώτερες σχολές λόγω των πολιτικών φρονημάτων του πατέρα μου και αυτό το λέω με μεγάλη πικρία. Μάλιστα, να πω και κάτι αστείο. Ενεκα φτώχειας, με ώθησαν να πάω στη Σχολή Ευελπίδων, να γίνω αξιωματικός. Ομως το τραγελαφικό είναι ότι τότε, για να σε πάρουν στη συγκεκριμένη σχολή θα έπρεπε όχι μόνο εσύ αλλά και όλο σου το σόι να είναι «ανεπιλήπτου διαγωγής», αλλά εγώ ήμουν ο γιος του κομμουνιστή! Μάλιστα, μου είπε κάποιος: «Πού πας, ρε; Για να μας καρφώνεις στη Ρωσία; Ο πατέρας σου έχει τόσο χοντρό φάκελο, που μοιράζεται σε πέντε τόμους!». Ερχόμενος στην πρωτεύουσα, βρήκα μια δουλειά του μεροκάματου, σε ένα εργοστάσιο στην Κολοκυνθού που έφτιαχνε ψυγεία. Εκεί, μια μέρα που ήμουνα στις μαύρες μου και σκεφτόμουνα να γυρίσω στο χωριό και να γίνω αγρότης, μου ήρθε η ιδέα να γίνω ηθοποιός…
Στα καλά καθούμενα;
Μου είχε καρφωθεί στο μυαλό μου μια ιδέα από τότε που ήμουν 15 χρόνων. Τότε είχα δει κάτι μπουλούκια που έρχονταν στη Σάμο. Παρακολουθούσα κρυφά τις παραστάσεις τους, γιατί ως μαθητές και ανήλικοι απαγορευόταν να πάμε στο θέατρο και το σινεμά. Σε μια τέτοια παράσταση με είδε ο μπουλουκτσής-θεατρώνης και με έβαλε να του κάνω τον υποβολέα, με αντάλλαγμα 10 καραμέλες. Τέτοια και άλλα περιστατικά από εκείνα τα μπουλούκια μού είχαν μείνει ως μια ωραία ανάμνηση. Μου άρεσε πολύ αυτό που έκαναν, είτε παίζοντας καλά είτε χάλια, είτε ήξεραν τα λόγια τους είτε όχι, καθώς και η ελευθερία, την οποία είχαν ως άνθρωποι. Θεωρούσα πολύ σπουδαίο ότι οι ηθοποιοί έκαναν τον κόσμο να γελάει και να κλαίει, και έτσι αποφάσισα να γίνω ηθοποιός. Το θέμα ήταν ότι δεν ήξερα τίποτε και έπρεπε να πάω κάπου να με διδάξουν. Αγόρασα ένα βιβλίο για τον Ριχάρδο τον Β’ του Σαίξπηρ και το διάβαζα μεγαλόφωνα στα διαλείμματα της δουλειάς στο εργοστάσιο. Με άκουσε ένας αρχιλογιστής που ήταν θεατρόφιλος και προθυμοποιήθηκε να με πάει να δω μια παράσταση στην Αθήνα.
Και σε ποιο θέατρο πήγατε;
Στο Τέχνης. Επαιζε τον «Ιώβ» με τους Μπάκα, Χατζημάρκο, Λαζάνη, Κουγιουμτζή και Πανταζοπούλου. Μόλις έσβησαν τα φώτα και άρχισε η παράσταση, εκστασιάστηκα. Ακουγόταν έντονη η ανάσα μου, λες και συμμετείχα κι εγώ στην πραγματικά εντυπωσιακή κυκλική σκηνή του Θεάτρου Τέχνης. Μαγεύτηκα, έδωσα εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Κουν και μπήκα πρώτος. Ηταν το 1961 και από εκείνη τη χρονιά έως το 1981 που έφυγα, δηλαδή για 21 χρόνια, υπηρέτησα πιστά το Τέχνης.
Και με τη γνώριμη «καλογερική» που επέβαλε ο Κουν θα έλεγα…
Ακριβώς! Στο Θέατρο Τέχνης υπέφερες, για να βγάλεις τη σχολή. Είχαμε δώσει 200 άτομα, ο Κουν πήρε 20 και τελειώσαμε τέσσερις. Κι αυτοί που δεν ολοκλήρωσαν τα μαθήματα, δεν ήταν κούτσουρα, αλλά δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα. Ο Κουν έπαιρνε τους μαθητές για κομπάρσους στις παραστάσεις του και η πρόβα μας ξεκινούσε στις 10 το πρωί και τελείωνε το απόγευμα. Αμέσως άρχιζε η σχολή, κάναμε τα μαθήματά μας έως τις 9 το βράδυ και μετά πηγαίναμε στο Θέατρο Τέχνης, όπου ασχολούμασταν με τη φροντίδα του, τακτοποιούσαμε τα σκηνικά και όλα τα πράγματα των παραστάσεων.
Θα μας πεις κάποιες άγνωστες στιγμές του Καρόλου Κουν;
Ο Κουν ήθελε να έχουμε στις πρόβες απόλυτη σιγή. Ηταν αυστηρός και, όταν κάποιος έκανε λάθος, δεν ήθελε γέλια. «Θα σας σκοτώσω, δεν θέλω να γελάτε όταν κάνει κάποιος μια βλακεία. Θα ακούτε και θα περιμένετε να το διορθώσουμε» μας φώναζε. Μια φορά που είχαμε πολύ δύσκολη πρόβα, ανεβάζαμε τον «Γυρισμό» του Πίντερ και εκτός από εμένα έπαιζαν η Ρένη Πιττακή, ο Νίκος Χαραλάμπους, ο Μίμης Κουγιουμτζής και ο Δημήτρης Χατζημάρκος, ο δάσκαλος μας πέταξε ένα τασάκι που, αν πετύχαινε κάποιον, θα τον σκότωνε. Κι αυτό γιατί γελούσαμε με τον αείμνηστο Χατζημάρκο, που δεν έλεγε σωστά κάποιες «χοντρές» λέξεις του κειμένου, επειδή δεν ταίριαζαν στην προσωπικότητά του και δεν ήθελε να τις πει. Πάντως, εκεί που ο Κουν δεν παρενέβαινε ήταν το κάπνισμα. Ο ίδιος κάπνιζε 30 τσιγάρα την ώρα, εμείς άλλα τόσα και καταλαβαίνετε τι ντουμάνι γινόταν στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης χωρίς εξαερισμό. Επίσης, όταν κάναμε περιοδείες στο εξωτερικό, όλοι οι ηθοποιοί βγαίναμε έξω στην πόλη για βόλτα, ενώ ο Κουν καθόταν πάντα μέσα στο ξενοδοχείο και διάβαζε το επόμενο έργο που θα ανέβαζε.
Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της καριέρας σου;
Στην περίοδο της χούντας έζησα μια πολύ δύσκολη περίοδο, όταν ο Κουν ήθελε να κλείσει το Θέατρο Τέχνης. Μας κάλεσε και μας είπε: «Παιδιά, δεν έχω να σας πληρώσω και μάλλον θα το κλείσω». Του ζητήσαμε να μην το κάνει και ας ήμασταν απλήρωτοι. Μάλιστα, του προτείναμε να πάμε μια μικρή περιοδεία στην Ελλάδα -όπως κι έγινε- για να βγάλαμε κάποια χρήματα και να βολευτούμε μερικούς μήνες.
Πώς κρίνεις τους σημερινούς διαδόχους του Θεάτρου Τέχνης;
Μετά τον θάνατο του Κουν, οι δύο που μπορούσαν να το κρατήσουν ήταν ο Γιώργος Λαζάνης και ο Μίμης Κουγιουμτζής, που όμως έχουν πεθάνει. Από κει και πέρα, το θέατρο έχει πέσει σε κακά χέρια και όλα αυτά που γίνονται δεν έχουν καμία σχέση με τον ιερό χώρο του Θεάτρου Τέχνης. Λυπάμαι, γιατί επιμένουν να κάνουν συνεργασίες με μόνο κριτήριο το να έχουν κόσμο, δηλαδή το κέρδος. Εμείς τότε ήμασταν 12 ηθοποιοί στη σκηνή και ο Κουν μάς έβαζε και παίζαμε ακόμη και με τέσσερις θεατές στην πλατεία. Ομως έτσι χαλυβδωθήκαμε και δημιουργήθηκαν η ποιότητα και η μοναδικότητα του Θεάτρου Τέχνης.
Αυτοί που σήμερα έχουν τα ηνία του επικοινωνούν με όλους εσάς που βάλατε πλάτη και μαζί με τον δάσκαλό σας δημιουργήσατε ένα τεράστιο θεατρικό οικοδόμημα;
Οχι, δεν θέλουν καμία επαφή μαζί μας. Μου είπανε δε ότι ξηλώσανε και τις φωτογραφίες από τις παραστάσεις που κάναμε τότε. Θα πάω να δω και, αν έχουν κάνει αυτή την ιεροσυλία, θα βγω και θα τους ξεφωνίσω.
Γιατί έως τώρα δεν έχεις κάνει ούτε μία ταινία;
Ο Κουν δεν ήθελε οι ηθοποιοί του να παίζουν στο σινεμά. Τα πρώτα χρόνια που ήμουν στο Τέχνης, ένας κινηματογραφικός παραγωγός -κακάσχημος τύπος γενικά- με κάλεσε στο γραφείο του για να συνεργαστούμε. Εκανε διάφορες ταινίες μελό με τη Μάρθα Βούρτση και τον Νίκο Ξανθόπουλο και, όπως μου είπε, θα με έκανε αστέρι. Πράγματι, πήγα στο γραφείο του στην πλατεία Κάνιγγος, κι εκεί είδα ότι κάθε λεπτό έφτυνε μέσα σε έναν κουβά. Δεν ξέρω, αλλά αυτό το χούι του με το φτύσιμο συν το γεγονός ότι μου άρεσε πολύ το θέατρο και δεν ήθελα να φύγω από το Τέχνης με έκαναν να του απαντήσω αρνητικά. Μάλιστα, ο ίδιος τύπος επανήλθε και μου πρότεινε να συμπρωταγωνιστήσω σε ταινία του με την Κάκια Αναλυτή, την οποία εκτιμούσα πολύ, αλλά δεν το αποφάσισα. Δυστυχώς, οι προτάσεις που είχα για τον κινηματογράφο δεν ήταν αυτές που ήθελα.
Με έναν σκηνοθέτη, με τον οποίο θα ήθελα να κάνω κάτι και ήταν και φίλος μου, μιλάω για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, δεν έτυχε να δουλέψω. Επίσης, ο Βασίλης Γεωργιάδης, που τον αγαπούσα πολύ και με αγαπούσε και εκείνος, ετοιμαζόταν να κάνει ένα φιλμ μαζί μου. Μάλιστα, είχε ετοιμάσει και το σενάριο, τα είχαμε βρει όλα, αλλά έφυγε ξαφνικά από τη ζωή. Και τώρα, αν δεν βρεθεί κάτι που να είναι αυτό που θέλω, δεν με ενδιαφέρει να παίξω στο σινεμά, μου αρκεί που έχω κάνει πολύ θέατρο.
Στο βιβλίο σου «Περιμένοντας τον αρχηγό» αναφέρεσαι αλληγορικά στον Ανδρέα Παπανδρέου. Ξέρω ότι είσαι ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ και με τον Ανδρέα σάς συνδέουν πολλά.
Ο Ανδρέας ήταν συμμαθητής στο Κολλέγιο με τον Κουν και μπορώ να πω ότι και οι δύο είχαν τα ίδια χούγια. Αυστηροί, μεν, με μια ευγένεια δε. Ομως, όταν δεν πήγαινε κάτι καλά και οι δύο ήταν… ο Θεός να σε φυλάει! Για τον Ανδρέα έφυγα από το Θέατρο Τέχνης το 1981. Τότε η Μελίνα Μερκούρη, που ήταν φίλη μου, με παρότρυνε να συμμετάσχω στις βουλευτικές εκλογές και, όπως καταλαβαίνεις, κάτι τέτοιο σήμαινε ότι δεν θα μπορούσα να είμαι και στο θέατρο. Δεν βγήκα βουλευτής, αλλά η Μελίνα με πήρε αρχικά σύμβουλό της στο υπουργείο Πολιτισμού και στη συνέχεια έγινα διευθυντής στο κανάλι της ΥΕΝΕΔ που ακόμη ήταν στρατιωτικοποιημένο. Εκεί κόντεψα να πεθάνω από το πολύ στρες, λόγω των αισχρών παρεμβάσεων. Οταν μετέτρεψαν το κανάλι σε αμιγώς πολιτικό και μετονομάστηκε σε ΕΤ2, αποχώρησα τρέχοντας και γύρισα στο ελεύθερο θέατρο.
Σου λείπει ο Ανδρέας;
Πολύ! Και δεν το λέω γιατί ήταν φίλος μου και είχαμε περάσει καλά, αλλά γιατί είχε μεγάλο όραμα. Μπορεί να μην τα κατάφερε στον βαθμό που το ήθελε, όμως έκανε σημαντικά πράγματα, όπως η λαϊκή εθνική ενότητα. Επί Ανδρέα καταργήθηκαν τα περίφημα πιστοποιητικά των κοινωνικών φρονημάτων και τέλειωσαν τα φακελώματα. Εν πάση περιπτώσει, το πρόβλημα με τον Ανδρέα ήταν στα προσωπικά του, αφού συνέβη αυτό που λέει ο σοφός λάος…
Κατάλαβα! «Το… νινί σέρνει καράβι».
Μόνο το σέρνει; Το ρίχνει και στα βράχια (γέλια)!
Ηταν τόσο… γυναικάς όσο λέγεται;
Ναι, του άρεσαν οι γυναίκες. Μάλιστα, για εκείνον έχω φυλάξει τσίλιες! Βρισκόμασταν εκτός Αθηνών και ένας φρουρός του ήθελε να πάει κάπου για λίγο και με άφησε έξω από το δωμάτιό του. Ο Αντρέας ήταν μέσα για αρκετή ώρα με κάποια κυρία.
Τον Αλέξη Τσίπρα πώς τον βλέπεις;
Είναι αυτό που λέμε «έπεσε από την Ακρόπολη και όχι μόνο σώθηκε, αλλά βρήκε και πορτοφόλι». Με άλλα λόγια, του έπεσε η αρχηγία σε μια εποχή που οι υπόλοιποι είναι για κλάματα. Λυπάμαι, γιατί ο Τσίπρας από πολιτική δεν έχει καμία εμπειρία και αυτοί που αποτελούν τον κύκλο του -υποτίθεται, για να τον συμβουλεύουν- είναι τενεκέδες ξεγάνωτοι. Αν τον έβλεπα κατά πρόσωπο, θα του έλεγα «κόψε τα ψέματα και διώξε όλους αυτούς που έχεις γύρω σου, γιατί είναι ανάξιοι για τη σημερινή Ελλάδα».