Η απίστευτη ιστορία ενός 62χρονου Βούλγαρου (πρώην νεκροθάφτη) ο οποίος ζει στο δρόμο.
Λίγα μόλις μέτρα από την είσοδο του Ευαγγελισμού, στην οδό Μαρασλή, ένας ρακένδυτος γέροντας με λευκά γένια και καθάριο βλέμμα σκουπίζει επιμελώς το πεζοδρόμιο και μαζεύει τα σκουπίδια και τα αποτσίγαρα από τα παρτέρια. Οι περαστικοί τον προσπερνάνε σαν να είναι αόρατος, ενώ τα βλέμματα των οδηγών που περιμένουν στο φανάρι εστιάζουν στο ταλαιπωρημένο κορμί και τα χτυπημένα πόδια του, τα οποία είναι τυλιγμένα με νάιλον σακούλες.
Η φωτογραφία του έκανε τον γύρο του Διαδικτύου τις τελευταίες ημέρες, χωρίς κανείς να γνωρίζει ποιος είναι ο άστεγος που εδώ και δέκα μήνες έχει στήσει το δικό του αυτοσχέδιο σπιτικό στο παγκάκι ενός από τους πλέον πολυσύχναστους δρόμους του Κολωνακίου. Η «Espresso» τον βρήκε, μίλησε μαζί του και εκείνος μας αποκάλυψε μια συγκινητική ιστορία. Είναι ο κυρ-Στέφανος… Μόνος, χωρίς χρήματα και στέγη, αλλά με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του και την ελπίδα ζωντανή στην καρδιά του, ο 62χρονος άνδρας από τη Βουλγαρία αποτελεί μια από τις πλέον γνώριμες και αγαπητές φιγούρες. Κάτοικοι και καταστηματάρχες κάνουν λόγο για έναν καλοκάγαθο και ευγενή άνδρα που ξαφνικά βρέθηκε να αναζητάει στα σκουπίδια το γεύμα του.
Η ιστορία του κυρ-Στέφανου μοιάζει με σενάριο δραματικής ταινίας. Γεννημένος στη Σόφια, έχασε τη γυναίκα του πριν από δέκα χρόνια, αλλά -παρά τις δυσκολίες- κατάφερε να μεγαλώσει με αξιοπρέπεια τον μονάκριβο γιο του, με τον οποίο πλέον έχει χαθεί και δεν έχει επαφή.
«Στη Βουλγαρία εργαζόμουν περιστασιακά ως νεκροθάφτης, αλλά τα χρήματα ήταν ελάχιστα και η ζωή πολύ δύσκολη» λέει ο ίδιος σε σπαστά ελληνικά και συμπληρώνει: «Οταν ο γιος μου έφυγε από το σπίτι για να ζήσει μακριά από τη Σόφια, ήρθα στην Ελλάδα ελπίζοντας πως θα είναι καλύτερα. Ομως, δεν κατάφερα να βρω δουλειά και προτού το καταλάβω, έμεινα στον δρόμο. Ετσι, έφτιαξα το δικό μου σπιτικό στο πεζοδρόμιο».
Μια ματιά στο αυτοσχέδιο σπιτικό του είναι αρκετή για να διαπιστώσει κάποιος την καθαριότητα και την επιμέλεια με την οποία τακτοποιεί τα λιγοστά υπάρχοντα του. Δίπλα στο καλυμμένο με κουβέρτες και κουρελούδες παγκάκι που αποτελεί το κρεβάτι του έχει κατασκευάσει αυτοσχέδια χαρτονένια τραπεζάκια, διακοσμημένα με φλιτζανάκια του καφέ και πολύχρωμα πλαστικά λουλούδια. Μπουκάλια με νερό για να πλένεται, εφτά σκούπες και μπόλικα φαράσια για να καθαρίζει τον χώρο και ένα πορσελάνινο διακοσμητικό αλογάκι με «πληγωμένο» πόδι συνθέτουν τη διακόσμηση.
«Κάθε μέρα, όταν ξυπνάω, σκουπίζω όλο το πεζοδρόμιο της Μαρασλή, από την είσοδο του νοσοκομείου μέχρι κάτω τη γωνιά» μας λέει και συμπληρώνει: «Δεν έχω δουλειά και προσπαθώ να προσφέρω με όποιο τρόπο μπορώ. Ο κόσμος βλέπει πως καθαρίζω και το εκτιμάει. Αλλοι μου αφήνουν χρήματα και άλλοι φαγητό. Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι!» λέει συγκινημένος και κάνει τον σταυρό του.
«Η ζωή στον δρόμο δεν είναι εύκολη. Πρόσφατα κάποιοι μου έκλεψαν τα παπούτσια ενώ κοιμόμουν. Τώρα έχω βάλει σακούλες στα πόδια μου για να μην κρυώνω. Οταν βρέχει είναι πιο δύσκολα. Μαζεύω ό,τι μπορώ και κοιμάμαι στο απέναντι πεζοδρόμιο, κάτω από το υπόστεγο. Θέλω να δουλέψω για να μαζέψω χρήματα ώστε να νοικιάσω ένα σπιτάκι, να κοιμάμαι όπως όλοι οι άνθρωποι. Ομως είναι δύσκολο να βρω μεροκάματο. Κάποια στιγμή ίσως επιστρέψω στη Βουλγαρία. Ως τότε το μόνο που ζητάω από τον Θεό είναι να έχω την υγεία μου και να στέκομαι στα πόδια μου. Μόνο αυτό…»
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΞΙΩΤΗΣ – ΦΩΤ.: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΛΦΟΜΗΤΣΟΣ