Εντοπίζονται τα βακτήρια και ανοίγει δρόμος για τη θεραπεία.
Μια νέα εξέταση με τη χρήση λέιζερ, που επιταχύνει τη διάγνωση της βακτηριακής μηνιγγίτιδας κερδίζοντας πολύτιμο χρόνο για τους ασθενείς, ανέπτυξαν επιστήμονες στη Σκοτία.
Ερευνητές του Πανεπιστημίου Στράθκλαϊντ ανέπτυξαν μια μέθοδο κατά την οποία χρησιμοποιούνται νανοσωματίδια και λέιζερ, ώστε να εντοπίζονται με ακρίβεια τα «αποτυπώματα» αρκετών βακτηρίων ταυτοχρόνως, γεγονός που ανοίγει τον δρόμο για την ανάπτυξη εξατομικευμένων θεραπειών. Οπως εξηγούν οι επιστήμονες στην έκθεσή τους, η οποία δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Chemical Science», το λέιζερ διασκορπίζεται σε ένα δείγμα αίματος, ώστε να εντοπίσει τα παθογόνα που υπάρχουν στο DNA. Η αποτελεσματικότητά του είναι μεγάλη, επειδή περιέχει νανοσωματίδια αργύρου, τα οποία αυξάνουν το σήμα και δίνουν στην εξέταση πολύ μεγαλύτερη ευαισθησία.
Η νέα μέθοδος φέρει την ονομασία SERS (Surface Enhanced Raman Scattering) και μπορεί να εντοπίσει περισσότερα από ένα βακτήρια τη φορά. «Με τη νέα μέθοδο το λέιζερ μετρά τη μετατόπιση σε μήκος κύματος. Αυτό μας δίνει ένα αποτύπωμα, αυτό που αποκαλούμε “φάσμα δόνησης”, κι έτσι είμαστε σε θέση να εντοπίσουμε το βακτήριο με ακρίβεια» είπε στο BBC η δρ Karen Faulds από το τμήμα Καθαρής και Εφαρμοσμένης Χημείας του Πανεπιστημίου Στράθκλαϊντ.
Μάλιστα, σύμφωνα με τους ερευνητές, η εξέταση αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον εντοπισμό οποιουδήποτε παθογόνου που περιέχει DNA, όπως είναι οι ιοί και οι μύκητες.
Η βακτηριακή μηνιγγίτιδα προσβάλλει περισσότερο τα παιδιά ηλικίας κάτω των πέντε ετών, ενώ αν δεν εντοπιστεί εγκαίρως, μπορεί να προκαλέσει δηλητηρίαση στο αίμα και σοβαρή βλάβη στον εγκέφαλο. Συχνά για τη διάγνωσή της απαιτείται αρκετός χρόνος, καθώς είναι δύσκολο να εντοπιστούν τα βακτήρια που ευθύνονται γι’ αυτήν, οπότε οι γιατροί συνήθως χορηγούν αντιβιοτικά ευρέως φάσματος, ακριβώς επειδή δεν γνωρίζουν ποια είναι τα βακτήρια που πρέπει να καταπολεμήσουν. Ωστόσο τα αντιβιοτικά αυτά δεν επιτίθενται μόνο στα επικίνδυνα βακτήρια, αλλά καταστρέφουν και τα φιλικά, ενώ παράλληλα συμβάλλουν στην αύξηση των στελεχών που παρουσιάζουν αντίσταση στα φάρμακα.