Αρχισε χθες η πολύκροτη δίκη (ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια) με κατηγορουμένους 43 άτομα για το μεγάλο σκάνδαλο του χρηματιστηρίου το 1999.
Χρειάστηκε να περάσουν δεκατέσσερα χρόνια μετά την πρώτη δίωξη που είχε ασκήσει ο τότε εισαγγελέας Δημήτρης Ασπρογέρακας για να παραπεμφθούν σε δίκη κάποιοι από εκείνους που έστειλαν στην καταστροφή 1,5 εκατομμύριο επενδυτές με τις «φούσκες» του 1999! Η πολύκροτη υπόθεση, που καθίζει στο εδώλιο σαράντα τρία άτομα για το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου, άρχισε χθες, ωστόσο πήρε και νέα αναβολή για τις 24 Απριλίου προκειμένου να ενημερωθούν επί της δικογραφίας αυτεπαγγέλτως διορισμένοι συνήγοροι για κατηγορουμένους που δεν είχαν νομική υπεράσπιση.
Το έναυσμα για να ξανανοίξουν τον «φάκελο» σε όσες περιπτώσεις δεν είχαν εκδοθεί αμετάκλητες αποφάσεις έδωσε η διαπίστωση ότι η ανακρίτρια του σκανδάλου Κωνσταντίνα Μπουρμπούλια, η οποία καταδικάστηκε σε 12ετή κάθειρξη για συμμετοχή στο λεγόμενο «παραδικαστικό κύκλωμα», είχε ευνοήσει στο πλαίσιο της ανάκρισης κάποιους κατηγορουμένους. Συγκεκριμένα, η πρώην ανακρίτρια κρίθηκε ένοχη για δωροδοκία «προκειμένου να μην ασκήσει δίωξη σε βαθμό κακουργήματος εις βάρος των υπευθύνων της εταιρείας Σ. Σιγάλας ΑΤΕ, που φέρονται να εξαπάτησαν την περίοδο 1999-2000 χιλιάδες επενδυτές του χρηματιστηρίου αποκομίζοντας τεράστια οικονομικά οφέλη». Υστερα από αυτή την εξέλιξη ο εισαγγελέας Χαράλαμπος Λακαφώσης ζήτησε την επανεξέταση κάποιων υποθέσεων για τις «φούσκες» του χρηματιστηρίου. Ετσι, μετά την πρότασή του παραπέμφθηκαν αρχικά σε δίκη εξήντα επτά άτομα, τα οποία στη συνέχεια μειώθηκαν σε σαράντα τρία.
Ανάμεσα στους κατηγορουμένους φιγουράρουν γνωστοί επιχειρηματίες και στελέχη χρηματιστηριακών εταιρειών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, που φέρονται να παραπλάνησαν το επενδυτικό κοινό με μετοχές-φούσκες, ενώ οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν είναι αρκετά σοβαρές και αφορούν κατά περίπτωση τα αδικήματα της απάτης κατ’ επάγγελμα και συνήθεια, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, της παραβίασης της χρηματιστηριακής νομοθεσίας και της υπεξαίρεσης, συνολικού ποσού ύψους περίπου 57 εκατομμυρίων ευρώ (την κρίσιμη περίοδο ανερχόταν σε περίπου 19 δισεκατομμύρια δρχ.).
ΜΑΡΙΑ ΜΕΪΜΑΡΗ