Πώς η εκτέλεση του νονού το 2005 άλλαξε τον χάρτη της νύχτας και φτάσαμε στην πρόσφατη αλληλοσφαγή στην αχαϊκή πρωτεύουσα.
Μια πόλη 300.000 κατοίκων με πάνω από 2.000 μπαρ, κέντρα διασκέδασης, καφετέριες και γενικά καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος είναι μια πόλη με «κρυφό χρηματοκιβώτιο», τον συνδυασμό του οποίου αναζητούν οι συμμορίες που ξεκαθαρίζουν τους λογαριασμούς τους τις τελευταίες εβδομάδες αναστατώνοντας την Πάτρα. Αυτόν ακριβώς τον συνδυασμό κατείχε ο Ανδρέας Παΐζης, το λιοντάρι από την πλατεία Βούδη, κάτω από τα Ψηλαλώνια, του οποίου η εκτέλεση άλλαξε τον χάρτη της νύχτας στην πόλη. «Είναι πολλά τα λεφτά, αλλά και τα κενά που άφησε πίσω του ο κυρ-Ανδρέας» λέει οριοθετώντας την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην αχαϊκή πρωτεύουσα παλιός Πατρινός που γνωρίζει τους συσχετισμούς σαν την παλάμη του.
Με ζωή σαν μαφιόζικο μυθιστόρημα, ο Ανδρέας Παΐζης ήταν ο άνθρωπος που κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια να δημιουργήσει μια αυτοκρατορία του εγκλήματος, αφήνοντας διά παντός πίσω του τα ρινγκ της πυγμαχίας. Ηταν δεκατριών ετών όταν πάτησε πρώτη φορά το πόδι του στο ρινγκ της πυγμαχίας, στην ομάδα τις ΕΑΠ Πατρών. Αλλωστε η αχαϊκή πρωτεύουσα έχει μεγάλη παράδοση στο άθλημα της πυγμαχίας και έχει δώσει πολλούς πρωταθλητές. Κάτω λοιπόν από τη σκιά των Πατρινών μύθων της πυγμαχίας, το «λιοντάρι», όπως ήταν γνωστός στους Πατρινούς, άρχισε να μαθαίνει τα μυστικά του αθλήματος. Η εξέλιξή του ήταν εντυπωσιακή. Ο Παΐζης έριχνε έναν-έναν τους αντιπάλους του στο ρινγκ και γρήγορα μπήκε στην εθνική ομάδα και στη συνέχεια -χωρίς εξετάσεις- στη Γυμναστική Ακαδημία. Το μέλλον διαγραφόταν λαμπρό, μέχρι που γνωρίστηκε τη δεκαετία του ’80 στην Αθήνα με ένα από τα πιο βαριά ονόματα του ελληνικού υποκόσμου. Δίπλα σε αυτό τον νονό άρχισε να μαθαίνει τη δουλειά για να δημιουργήσει αργότερα τη δική του αυτοκρατορία του εγκλήματος και να γίνει ο «κυρ-Ανδρέας».
Ο γνωστός Αθηναίος νονός της νύχτας, που μύησε στα μυστικά του υποκόσμου τον μετέπειτα απόλυτο άρχοντα της νύχτας στην Πάτρα, είχε διακρίνει στον Παΐζη τον άνθρωπο που δεν… κόλλαγε πουθενά. Ο «κυρ-Ανδρέας» άρχισε να αναλαμβάνει τη βρόμικη δουλειά για λογαριασμό του αρχηγού, τελειώνοντάς την αθόρυβα και… αποτελεσματικά. Τα χρόνια όμως πέρασαν και αισθανόταν όλο και πιο δυνατός, έτοιμος να σηκώσει το δικό του μπαϊράκι. Προς Θεού, όχι όμως στα λημέρια του αρχηγού και μέντορά του στην παρανομία, αφού τότε τον λόγο θα έπαιρναν τα όπλα και χαμένος θα ήταν ο ίδιος.
Καλή η Αθήνα και τα μεγαλεία της με τα μεγάλα μαγαζιά της νύχτας και τα πολλά κόλπα, αλλά ο κυρ-Ανδρέας ήταν αμετανόητος Πατρινός. Του έλειπε η γενέτειρά του, η Νύμφη του Πατραϊκού. Διορατικός όπως ήταν, ο Παΐζης έβλεπε στη μεγάλη του ερωμένη, την Πάτρα, παρθένο έδαφος για να αναπτύξει τις δραστηριότητές του. Αλλωστε όσο καιρό ήταν στην Αθήνα και… διδασκόταν την «τέχνη» της παρανομίας, είχε φροντίσει να κάνει και στην Πάτρα αισθητή την παρουσία του, ώστε να προετοιμάσει το έδαφος για τη μεγάλη επιστροφή.
Η απόλυτη επαναφορά του «σκληρού» με το μηνιάτικο των 12.000.000 δραχμών
Το 1992 το «πατρινό λιοντάρι» επιστρέφει στην Πάτρα και με τις πλάτες του αρχηγού των νονών της νύχτας δημιουργεί τη δική του ομάδα, αποκλειστικά με ανθρώπους από τις πολλές ομάδες πυγμαχίας της πόλης, δεδομένου ότι αυστηρός κανόνας για να μπεις στην ομάδα του Παΐζη και να ζήσεις τη μεγάλη ζωή ήταν πρώτον να είσαι Πατρινός και δεύτερον πυγμάχος. Σύντομα όλη η πόλη «προσκύνησε» το «λιοντάρι» και ο κυρ-Ανδρέας έφτασε στο σημείο να εισπράττει μηνιάτικο, μόνο από τα μαγαζιά που προστάτευε, της τάξης των 12.000.000 δραχμών, ενώ επίσης υπέρογκα ήταν τα κέρδη του από το εμπόριο λευκής σαρκός, κοκαΐνης και όπλων. Αλλωστε ήταν κοινό μυστικό στην Πάτρα πως όταν η κόκα στην Αθήνα κυκλοφορούσε σε Κολωνάκι, Πολιτεία και Ψυχικό, στην Πάτρα οι διακινητές «ντίλαραν» την άσπρη σκόνη ακόμη και στις εργατικές συνοικίες, στις Ιτιές και τα προσφυγικά της πλατείας Ελευθερίας. Πλέον ο Παΐζης ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος. «Περίπτερο να ανοίξεις, στον Παΐζη πρέπει να πας για να πάρεις άδεια» έλεγαν οι Πατρινοί. Τα στενά όρια της πόλης ωστόσο περιόριζαν πλέον τον κυρ-Ανδρέα. Ηθελε περισσότερα και καλύτερα αποτελέσματα, διότι και η ομάδα μεγάλωνε, αλλά και οι απαιτήσεις των «παιδιών του» -όλα Πατρινόπουλα- αυξάνονταν. Αλλωστε η Αθήνα ήταν μόλις 2,5 ώρες με το αυτοκίνητο από την Πάτρα και ο μέντορας του Παΐζη ήδη είχε πέσει νεκρός από τις σφαίρες αντίπαλης ομάδας που είχε αρχηγικές βλέψεις στην αθηναϊκή νύχτα. Ετσι λοιπόν η χάρη του κυρ-Ανδρέα έφτασε ξανά στην Αθήνα, όπου προσπάθησε να απλώσει το «παραγάδι» του. Κάτι που κατάφερε σε σύντομο χρονικό διάστημα, ενοχλώντας όμως με την παρουσία του πολλούς και επικίνδυνους παράγοντες της νύχτας.
Το τέλος που γράφτηκε με αίμα κάτω από τα Ψηλαλώνια
Βαριά τα κυκλώματα στην αθηναϊκή νύχτα, βαρύ όμως και το ανάστημα του κυρ-Ανδρέα, αλλά και των Πατρινών που είχε πίσω του. Μέσα σε δύο χρόνια το «λιοντάρι» από την Πάτρα είχε κάνει «ζημιά» σε λέσχες και νυχτερινά μαγαζιά, ενώ το εμπόριο λευκής σαρκός είχε αρχίσει να χάνει το παραδοσιακό του χαρακτήρα και να περνά στα χέρια του κυρ-Ανδρέα. Βαριά ονόματα του ελληνικού υποκόσμου είχαν σφόδρα ενοχληθεί από την παρουσία του Πατρινού στην Αθήνα. Ομως υπήρχε μια δυσκολία: ο Παΐζης δεν έβγαινε εύκολα από τη μέση. Οι επισκέψεις του στην Αθήνα ήταν «αστραπή» και άφηνε πίσω του συντρίμμια. Μέσα στο κάστρο του, την αχαϊκή πρωτεύουσα, ήταν δύσκολο να χτυπηθεί, αλλά το χτύπημα επιβάλλονταν να γίνει ακριβώς εκεί, για να πάρουν όλοι το μάθημά τους και να μην ξανασηκώσει κανείς κεφάλι. Ποιος όμως θα αναλάμβανε τη δουλειά να βγάλει από τη μέση τον Πατρινό; Γρίφος για δυνατούς λύτες, που τελικά βρέθηκαν… Ανθρωποι μέσα από την ομάδα του ήδη είχαν αρχίσει να έχουν αποσχιστικές τάσεις, τις οποίες με τρόπο που μόνο ο κυρ-Ανδρέας ήξερε, φρόντιζε να τις εξαφανίζει. Ομως οι άνθρωποι από την Αθήνα είχαν ήδη βρει την κερκόπορτα που θα οδηγούσε στην άλωση του κάστρου του «λιονταριού». Το 2005 ο κυρ-Ανδρέας δέχτηκε στο σπίτι του ένα τηλεφώνημα που τον ανησύχησε. Αμέσως ντύθηκε και πήγε στη χαρτοπαικτική του λέσχη, κάτω από τα Ψηλαλώνια, όπου τον περίμενε ένας άνδρας εμφανώς μεταμφιεσμένος. Ο κυρ-Ανδρέας μόλις τον είδε δεν κρατήθηκε και ξέσπασε σε γέλια. Η μεταμφίεση ήταν χάλια και όλα έδειχναν πως ο άνθρωπος με την ψεύτικη περούκα και το μουστάκι ήταν γνωστός του και ο αρχιμαφιόζος δεν τον θεωρούσε επικίνδυνο. Λέγεται μάλιστα πως μόλις ο δολοφόνος έβγαλε ένα υποπολυβόλο τύπου Σκόρπιο, ο κυρ-Ανδρέας πάλι έβαλε τα γέλια και πρόλαβε να πει: «Τι είναι αυτό, ρε μ…;» Το γέλιο έσβησε από τα χείλη του όταν δέχτηκε στο κεφάλι δεκατρείς σφαίρες. Ο δολοφόνος του «λιονταριού» ήξερε πως ο κυρ-Ανδρέας φορούσε πάντα αλεξίσφαιρο. Αλλωστε ο ίδιος γνώριζε πως τα βαριά ονόματα της Αθήνας είχαν ήδη υπογράψει συμβόλαιο θανάτου στο όνομά του.
Μέτα τη δολοφονία Παΐζη η αυτοκρατορία κατέρρευσε και όσοι συμμετείχαν στη συμμορία σήκωσαν το δικό τους μπαϊράκι, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στις διαδοχικές δολοφονίες στην αχαϊκή πρωτεύουσα. Η αρχική ομάδα του κυρ-Ανδρέα διασπάστηκε και όλοι ήθελαν να γίνουν χαλίφηδες στη θέση του… χαλίφη. Κανείς όμως δεν είχε το βάρος του Ανδρέα Παΐζη, με αποτέλεσμα την αλληλοσφαγή.
ΘΕΟΔΟΣΗΣ Π. ΠΑΝΟΥ

