Μόνη και ξεχασμένη σχεδόν απ’ όλους, έφυγε σε θεραπευτήριο της Αθήνας από τη ζωή σε ηλικία 82 ετών η θρυλική τρανσέξουαλ Μπελίντα. Ο μεγάλος έρωτας του «ληστή με τις γλαδιόλες» Θοδωρή Βενάρδου, που τόσα γράφτηκαν και ειπώθηκαν για μια ολόκληρη δεκαετία για τον δεσμό τους αλλά και την αρραβώνα τους.
- Από τον Νίκο Νικόλιζα
Ισως για τη νέα γενιά το όνομα της Μπελίντας, κατά κόσμον Δήμητρας Μάγιερ, να μη λέει απολύτως τίποτα. Ωστόσο, έχει ήδη καταγραφεί στην ιστορία ως μία συγκλονιστική μορφή της δεκαετίας του ’70, αφού ο βίος, η ομορφιά της αλλά και ο σταθερός χαρακτήρας της απέναντι σε τόσες προκλήσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν τις σελίδες ολόκληρου βιβλίου.
Και μπορεί η ιστορία να είχε εξελιχθεί αλλιώς, αν η θρυλική τρανς Μπελίντα είχε αποδεχτεί την πρόταση γάμου του διαβόητου ληστή, ωστόσο εκείνη προτίμησε να παραμείνει μόνη, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, και να πεθάνει μόνη, παρόλο που όλα τα χρόνια που ο Βενάρδος βρισκόταν στη φυλακή εκείνη, χρησιμοποιώντας πολλές φορές άλλα ονόματα, βρισκόταν στο πλευρό του, με σκοπό να τον εμψυχώσει για να μην κάνει καμιά τρέλα. Και τελικά την… έκανε! Ηταν τέλη της δεκαετίας του ’60 με αρχές της δεκαετίας του ’70 (οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες), όταν το νεαρό αγόρι, αναγνωρισμένος γόνος ενός Γερμανού της Κατοχής και μιας Ελληνίδας καλλονής, αποφασίζει να αλλάξει φύλο μακριά από την πατρίδα του. Κάπου στην Καζαμπλάνκα, όπως έγραψαν οι εφημερίδες τη δεκαετία του ’70, όταν το όνομά της άρχισε να ακούγεται λόγω του θυελλώδους έρωτά της με τον πανέμορφο ληστή Θοδωρή Βενάρδο.
Τον καλοκάγαθο και πανέμορφο άντρα που λήστευε τράπεζες και έκανε ζωή μαχαραγιά και που είχε προκαλέσει πανικό στον γυναικείο πληθυσμό λόγω του χαρακτήρα του και της ομορφιά του. Η Δήμητρα Μάγιερ, λοιπόν, εν μια νυκτί παίρνει το όνομα Μπελίντα, με όλη την υψηλή κοινωνία να παραμιλά για την ομορφιά της πανέμορφης γυναίκας που είχε ήδη μπει στα μεγάλα σαλόνια. Σχεδόν κανείς δεν γνώριζε για την αλλαγή φύλου, εκτός από το οικείο περιβάλλον της, καθώς και μερικούς φίλους που κράτησαν την ταυτότητά της, τα πρώτα χρόνια, μυστική, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του παλιού και σπουδαίου χορευτή Τάκη Σαγιώρ, ο οποίος έμενε στην ίδια γειτονιά, στην πλατεία Βικτωρίας, με τη θρυλική Μπελίντα, η πανέμορφη τρανς πήρε το όνομά της από τη λατρεία που είχε στην παλιά δόξα του ελαφρού τραγουδιού Καίτη Μπελίντα.
Η Μπελίντα, λοιπόν, όλα αυτά τα χρόνια δεν αποχωρίστηκε ποτέ την παλιά της γειτονιά, την πλατεία Βικτωρίας. Αντιθέτως, έμενε στο ίδιο σπίτι εδώ και δεκαετίες, με πολλούς από τους παλιούς κατοίκους της περιοχής να θυμούνται ακόμα και σήμερα μια υπέροχη γυναίκα που απέφευγε να μιλάει για τη μυθική ζωή της και κυρίως για τον μεγάλο της έρωτα, τον Θοδωρή Βενάρδο, με τον οποίο έφτασαν σε σημείο να αρραβωνιαστούν, αφού εκείνος την εκλιπαρούσε για γάμο.
Ο «λαϊκός ήρωας», η ζωή μαχαραγιά και η αυτοκτονία
Ας γυρίσουμε όμως τον χρόνο πίσω. Εκεί, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν ο Θοδωρής Βενάρδος αποφασίζει να κάνει τις πρώτες του ληστείες. Η παραβατική ζωή του αρχίζει με δύο ληστείες. Στην πρώτη, στις 16 Νοεμβρίου 1973, άρπαξε 2.350.000 δραχμές. Είναι μια μέρα πριν από την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο, η Αθήνα «φωνάζει» στους δρόμους και η Αστυνομία έχει τον νου της αλλού. Σιγά μη φυλάει τράπεζες… Την ίδια ώρα, μερικά χιλιόμετρα μακριά, ένα πολυτελές αυτοκίνητο μάρκας Jaguar με βρετανικούς αριθμούς σταματάει έξω από το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας, στην οδό Πρατίνου 74 στο Παγκράτι. Από το εσωτερικό της βγαίνει ο Θόδωρος Βενάρδος, ντυμένος σαν καθολικός ιερέας.
Φοράει μαύρο, πλατύγυρο καπέλο, μαύρα γυαλιά ηλίου και μακριά ράσα. Κάτω από τα ρούχα κρύβει μια καραμπίνα. Προτού περάσει την πόρτα, καλύπτει το πρόσωπό του με ένα λευκό μαντίλι. Μπαίνει στην τράπεζα και κατευθύνεται γρήγορα προς τον διευθυντή, ο οποίος εκείνη την ώρα μιλάει στο τηλέφωνο. Του κατεβάζει ήρεμα το ακουστικό και το τοποθετεί στη συσκευή. Υστερα βγάζει την καραμπίνα και φωνάζει: «Ληστεία! Μην κουνηθεί κανείς! Γρήγορα τα λεφτά!» Πετάει στον διευθυντή μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών και του λέει: «Δώσ’ την σ’ έναν ταμία να τη γεμίσει!» Οι υπάλληλοι του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας στο Παγκράτι τον παρακολουθούν παγωμένοι. Ληστεύει, χαμογελάει και φεύγει… Ο πανέμορφος ληστής, πλούσιος πια μετά τη γερή μπάζα του, άρχισε να ψωνίζει ακριβά κοστούμια, να συχνάζει σε πολυτελή ξενοδοχεία στην Αθήνα, να ταξιδεύει στο Παρίσι, στη Ρώμη και στο Μιλάνο… Πέντε ημέρες μετά τη ληστεία ο Βενάρδος αναχωρεί για το Σεν Μόριτς της Ελβετίας, όπου θα παραμείνει εννέα μέρες. Κάνει τη ζωή μαχαραγιά, ενώ ντύνεται ως μπον βιβέρ.
Με τα χρήματα που έχει στη διάθεσή του θα καταλύσει σε πολυτελή ξενοδοχεία και θα κάνει πλούσια ζωή. Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1973 θα αναχωρήσει για δεκαήμερο ταξίδι στην Ευρώπη. Ο Βενάρδος επιστρέφει στην Ελλάδα και σκορπάει ασύστολα χρήμα και χαμόγελα σε νυχτερινά κέντρα και στο Καζίνο της Πάρνηθας, πάντα συνοδευόμενος από πανέμορφες κοπέλες. Σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, εκείνη την περίοδο θα γνωρίσει και την Μπελίντα, τον μεγάλο του έρωτα, με την οποία αρκετούς μήνες έμειναν στο ίδιο σπίτι. Τα περιοδικά της εποχής μάλιστα αναφέρουν πως ο Βενάρδος, θολωμένος από την ομορφιά της Μπελίντας, της κάνει πρόταση γάμου και της τάζει ζωή παραμυθένια. Της προτείνει να πάνε να μείνουν στην Αμερική, αλλάζοντας τα πάντα στη ζωή τους. Εκείνη αρνείται. «Είναι πολύ νωρίς ακόμα» του απαντά.
Ετσι, ένα πρωί η Αστυνομία έφτασε στα ίχνη του. Ο Τύπος έχει βρει το πρωτοσέλιδό του: γράφτηκε ότι είχε ξοδέψει 1.235.000 δρχ. μέσα σε μόλις 70 ημέρες! Μετά τη ληστεία λοιπόν η ντόλτσε βίτα τρελαίνει τον Βενάρδο και τον ρίχνει στα χέρια των αστυνομικών. Είναι Ιανουάριος του 1974 και ο ληστής βρίσκεται σιδηροδέσμιος στον Κορυδαλλό. Η εφημερίδα «Τα Νέα» έγραφε τότε: «Χθες έγινε γνωστό ότι η φίλη του “μαύρου ληστή” είναι πρώην άνδρας, ο οποίος, με χειρουργική επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε στην Καζαμπλάνκα, άλλαξε φύλο και σήμερα ακούει στο όνομα Μπελίντα. Ο Βενάρδος και η Μπελίντα συνελήφθησαν κατά την έξοδό τους από οπλοπωλείο της οδού Αριστείδου, από το οποίο ο ληστής είχε αγοράσει κυνηγετικό όπλο. Η Μπελίντα κρατήθηκε στη Γενική Ασφάλεια επί 9 ημέρες και αφέθη ελευθέρα, διότι αποδείχθη ότι όχι μόνο δεν εγνώριζε απολύτως τίποτα για την εγκληματική δραστηριότητα του Βενάρδου, αλλά ούτε καν υποψιαζόταν το παραμικρό. Ο Βενάρδος συνδεόταν δύο χρόνια με την Μπελίντα και της είχε προτείνει γάμο».
Επαιζαν ποδόσφαιρο
Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Μιχάλη Στάμου και όσα είχε γράψει ο ίδιος για τη δράση του Θεόδωρου Βενάρδου, ο διαβόητος «ληστής με τις γλαδιόλες» ξαναμπήκε φυλακή. Ωστόσο, ένα μεσημέρι του ’74, κι ενώ οι συγκρατούμενοί του έπαιζαν ποδόσφαιρο στον αύλειο χώρο, εκμεταλλεύεται την ευκαιρία: Η μπάλα έφυγε έξω από τον τοίχο και ο φρουρός -όπως συνηθιζόταν- θα απομακρυνθεί για 8 δευτερόλεπτα (όπως δικαιολογήθηκε) από τη σκοπιά του για να τους την επιστρέψει. Ο Βενάρδος δεν χρειάστηκε 9ο δευτερόλεπτο… «Μην τον είδατε»…
Μόνο ένας φύλακας φώναξε όταν τον είδε, κι εκείνος που είχε βγει για την μπάλα άρχισε να τον καταδιώκει. Τον πρόλαβε στα σκαλιά της σκοπιάς και συνεπλάκη μαζί του. Ο Βενάρδος τον χτύπησε, ανέβηκε στη σκοπιά, κρεμάστηκε από το πεζούλι, πήδηξε τον εξωτερικό τοίχο από ύψος 5 μέτρων και βρέθηκε έξω. Ουδείς από τους φρουρούς πυροβόλησε, ουδείς φώναξε ή σήμανε συναγερμό. Οι κρατούμενοι μόνο φώναζαν: «Μπράβο, Βενάρδο… Φύγε, Θόδωρε!» Η μητέρα του Βενάρδου, η κυρα-Φωτεινή, είχε μιλήσει στο «Εθνος» και στον δημοσιογράφο Τάκη Τερζή για την απόδραση του γιου της: «Οταν δραπέτευσε από τη φυλακή, γλίστρησε από τους αστυνομικούς που είχαν περικυκλώσει το σπίτι μας και μπήκε στις 2 μετά τα μεσάνυχτα, με μια ανθοδέσμη λουλούδια. “Τα έφερα σ’ εσένα, μάνα μου” είπε κι έπεσε στην αγκαλιά μου».
Στη δεύτερη ληστεία του ο Βενάρδος «επισκέπτεται» υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας ξανά, στις 17 Μαΐου του 1974, στα Σεπόλια. Στην τράπεζα εισβάλλει με μια ανθοδέσμη λουλούδια που έκρυβαν μια καραμπίνα. Τότε είναι που του βγαίνει η προσωνυμία «ο ληστής με τις γλαδιόλες». Η υπάλληλος, τρομοκρατημένη, του δίνει μισό εκατομμύριο από το ταμείο και ο Βενάρδος φεύγει ανενόχλητος. Ο κόσμος τον αντιμετωπίζει πλέον ως λαϊκό ήρωα! Γυναίκες κάθε ηλικίας εντυπωσιάζονται από τη δράση του και ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν οτιδήποτε γράφεται ή ακούγεται για τον πανέμορφο ληστή. Στις εφημερίδες στέλνονται ανώνυμα γράμματα από κάθε γωνιά της Ελλάδας για να μάθουν νέα για τον ληστή που έκλεψε τις καρδιές τους. Ωστόσο, ένα μήνα μετά, τον Ιούνιο του ’74, ο Βενάρδος πέφτει ξανά στα χέρια της Αστυνομίας. Και ήταν πολύ απλό να πέσει στα χέρια της Αστυνομίας. Καθώς έφυγε σαν κύριος στις ΗΠΑ, απελάθηκε από εκεί, καθώς δεν είχε σωστά ταξιδιωτικά έγγραφα.
Η Αστυνομία τον συνέλαβε όταν επέστρεψε στην Ελλάδα. Δικάστηκε και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 20 ετών και επτά μηνών. Ηταν άλλωστε το απωθημένο της Αστυνομίας και των Αρχών. Ωστόσο, μετά τη σύλληψή του και τα δρακόντεια μέτρα φύλαξής του, η ζωή του μέσα στη φυλακή είναι μια κόλαση. Απομονώσεις, μεταγωγές σε όλα τα σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας, σχεδόν 70 απόπειρες αυτοκτονίας και πέντε αιτήσεις για αποφυλάκιση λόγω ανήκεστης βλάβης, που όλες απορρίπτονται. Ο ίδιος θα καταπιεί καρφίτσες, βίδες, με σκοπό να βγει από τη φυλακή. Καμιά ωστόσο αίτηση αποφυλάκισης και κανένας λόγος υγείας δεν γίνεται δεκτός. Στο πλευρό του πάντα, σαν σκιά, θα βρίσκεται και ο μεγάλος του έρωτας, η Μπελίντα, να τον παρακαλεί να κρατηθεί όρθιος. Ο πανέμορφος «ληστής με τις γλαδιόλες», ωστόσο, έχει ήδη πάρει τις αποφάσεις του. Η αντίστροφη μέτρηση μόλις έχει αρχίσει. Οι μαρτυρίες εκείνης της εποχής κόβουν την ανάσα. Ηταν 12 μεσημέρι της Τρίτης 10 Ιουλίου του 1984, όταν ακούστηκε η κραυγή: «Θοδωρή, Θοδωρή! Τρέξτε, ο Βενάρδος κρεμάστηκε!» Ηταν η φωνή του σωφρονιστικού υπαλλήλου Μιχάλη Κουρκουνάκη, ο οποίος είδε το άψυχο σώμα του Θοδωρή να κρέμεται από ένα σχοινί.
Στο νοσοκομείο
«Μπαίνω στο κελί και βλέπω το κρεβάτι του άδειο και ξαφνιάζομαι. Κάνοντας ένα δυο βήματα, βρέθηκα μπροστά στο αποτρόπαιο θέαμα. Είδα τον Βενάρδο κρεμασμένο! Στο πάτωμα υπήρχαν λωρίδες από κομματιασμένο σεντόνι. Του φωνάζω “Θοδωρή, Θοδωρή…” αλλά δεν πήρα απάντηση. Κάλεσα σε βοήθεια και επειγόντως τον πήγαμε στο νοσοκομείο μήπως και σωθεί. Δεν σώθηκε όμως…» Στις φυλακές σήμανει συναγερμός. Το άψυχο κορμί του Βενάρδου, με αυτοσχέδιο βρόχο από σεντόνι στον λαιμό, αιωρείται κάτω από τον σωλήνα του καλοριφέρ. Οι δεσμοφύλακες τον κατεβάζουν προσεκτικά. Θα του κάνουν μαλάξεις, αλλά μάταια. Ο Θόδωρος Βενάρδος, ο ληστής με το πανέμορφο πρόσωπο και την καθαρή ψυχή, είχε αποδράσει για πάντα…
Μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Βενάρδου η θρυλική Μπελίντα θα κλειστεί στον εαυτό της. Για μήνες θα εξαφανιστεί απ’ όλους και απ’ όλα. Ελάχιστοι θα τη δουν, ελάχιστοι θα την επισκεφτούν. Μερικοί φίλοι, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, που ήξεραν τον μεγάλο της έρωτα με τον διαβόητο ληστή, θα σταθούν στο πλευρό της για πολλές μέρες και νύχτες. Εκείνη, σχεδόν κομμάτια από τα κλάματα και με πόνο ψυχής, θα προσπαθήσει να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Μάταια όμως! Ο πανέμορφος ληστής με την αγγελική ψυχή, που «έφυγε» τόσο άδοξα μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός κελιού, θα της σημαδέψει την ψυχή για πάντα. Τα τελευταία χρόνια η θρυλική τρανς Μπελίντα θα αρχίσει να ξαναβγαίνει με κάποιους φίλους που της στάθηκαν τις δύσκολες εκείνες στιγμές, όπως ο σχεδιαστής μόδας Ρήγας, με τον οποίο έκαναν στενή παρέα από τις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Αν και πολλές φορές προσπάθησαν τα ΜΜΕ να την προσεγγίσουν για να μιλήσει για εκείνη την εποχή, όταν μεσουράνησε στο πλευρό του διαβόητου ληστή, μάταια κόπιασαν. Η ίδια δεν θέλησε ποτέ να αναφέρει το παραμικρό, παρά μόνο σε μερικούς φίλους, οι οποίοι εξιστορούν με μεγάλο πόνο τη μυθιστορηματική ζωή της μοναχικής Μπελίντας και του «ληστή με τις γλαδιόλες», η οποία έφυγε από πολυοργανική ανεπάρκεια μόνη σε θεραπευτήριο της Αθήνας. Η κηδεία της θρυλικής τρανς Μπελίντας, που έμελλε να είναι από τις πρώτες εγχειρήσεις αλλαγής φύλου στην Ελλάδα, θα γίνει από το Κοιμητήριο Ζωγράφου την Παρασκευή στις 11.00, βάζοντας έτσι η ίδια την τελεία που ήθελε στην ιστορία της ζωής της!