Συσσωρεύεται στις αρτηρίες και προκαλεί μέχρι θρόμβωση.
Την… κακή της πλευρά φαίνεται ότι έχει η λεγόμενη «καλή» χοληστερόλη HDL, καθώς, σύμφωνα με νέα μελέτη, μπορεί να υποστεί μεταβολές που της προσθέτουν αρνητικές ιδιότητες, με αποτέλεσμα να αυξάνει τον κίνδυνο θρόμβωσης και καρδιακού επεισοδίου. Τη διαπίστωση έκαναν επιστήμονες από την Cleveland Clinic στις ΗΠΑ, οι οποίοι ανακάλυψαν ότι το θέμα της καλής χοληστερόλης είναι πιο πολύπλοκο από ό,τι ήταν μέχρι σήμερα γνωστό.
Παλαιότερες έρευνες είχαν δείξει ότι η χοληστερόλη HDL διατηρεί τις αρτηρίες σε καλή κατάσταση και συμβάλλει στην καρδιακή υγεία. Οπως εξηγούν οι επιστήμονες στην έκθεσή τους, η «κακή» χοληστερόλη LDL συσσωρεύεται στα τοιχώματα των αρτηριών και προκαλεί τον σχηματισμό πλακών, οι οποίες ευθύνονται για μπλοκαρίσματα στις αρτηρίες και εγκεφαλικά επεισόδια. Αντίθετα, η χοληστερόλη HDL θεωρείται ότι μεταφέρεται στο συκώτι. Αλλες έρευνες είχαν δείξει επίσης ότι η υψηλή αναλογία της καλής προς την κακή χοληστερόλη είναι καλή για την υγεία, φαίνεται όμως ότι τελικά τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.
Σύμφωνα με τον δρα Stanley Hazen, όταν η χοληστερόλη HDL βρίσκεται στα τοιχώματα των αρτηριών υφίσταται μεταβολές, με αποτέλεσμα να λειτουργεί εντελώς διαφορετικά από ό,τι όταν βρίσκεται στο κυκλοφορικό. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να γίνει δυσλειτουργική και να αυξήσει τον κίνδυνο προσβολής από καρδιακά νοσήματα, ενώ δεν αποκλείεται τμήματά της να διαρρεύσουν στο αίμα αυξάνοντας τον κίνδυνο ακόμα περισσότερο.
Ωστόσο μια τέτοια διαρροή μπορεί να εντοπιστεί, γεγονός που αποδείχθηκε κατά τη μελέτη, η οποία πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή 627 ασθενών. Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι μπορούσαν να προβλέψουν τον κίνδυνο καρδιακών νοσημάτων μετρώντας τα επίπεδα της HDL χοληστερόλης που είχε μεταβληθεί.
Σύμφωνα με τον δρα Hazen, το γεγονός αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ανάπτυξη νέων εξετάσεων για τη μέτρηση της μη φυσιολογικής χοληστερόλης HDL, αλλά και νέων ερευνών που θα συμβάλλουν στην αποτροπή του σχηματισμού της. Τα αποτελέσματα της μελέτης δημοσιεύονται στην επιθεώρηση «Nature Medicine».