Εντοπίζει λοιμώξεις από τον ιό των θηλωμάτων.
Ενα νέο τεστ ανίχνευσης του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, το οποίο διατίθεται πλέον και στην Ευρώπη, υπόσχεται να συμβάλει στην πρόληψη ενός από τους πιο συχνούς καρκίνους των γυναικών. Η κυτταρολογική εξέταση, που ονομάζεται CINtec PLUS, φέρεται να δίνει τη δυνατότητα εντοπισμού των γυναικών που παρουσιάζουν προκαρκινικές αλλοιώσεις υψηλού βαθμού και οι οποίες επιβάλλεται να υποβληθούν άμεσα σε κολποσκόπηση.
Οι λοιμώξεις από τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων αποτελούν την αιτία για την πλειονότητα των καρκίνων του τραχήλου της μήτρας. Ωστόσο μόνο οι γυναίκες που παρουσιάζουν μια επίμονη λοίμωξη και έχουν αναπτύξει υψηλού βαθμού προκαρκινικές αλλοιώσεις πρέπει να υποβάλλονται σε θεραπεία.
Το τεστ, όπως διευκρινίζει στη σχετική ανακοίνωσή της η εταιρία Roche που το παράγει, σχεδιάστηκε για την ανίχνευση των λοιμώξεων από τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων, οι οποίες ενδέχεται να προκαλέσουν καρκίνο, και να διακρίνει τις εν λόγω λοιμώξεις από εκείνες που δεν παρουσιάζουν τον κίνδυνο αυτό. «Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας είναι η τρίτη συνηθέστερη μορφή της νόσου που πλήττει τις γυναίκες διεθνώς και συχνά κανένα σύμπτωμα δεν συσχετίζεται με το προκαρκινικό στάδιο του τραχήλου» εξηγεί ο Ρόναλντ Ντίγκελμαν, διευθυντής των επιχειρήσεων στη Roche Diagnostics. Τουλάχιστον 500.000 νέα κρούσματα καρκίνου του τραχήλου της μήτρας διαγιγνώσκονται κάθε χρόνο παγκοσμίως και για το ήμισυ των γυναικών αυτών η νόσος είναι θανατηφόρα.
Οταν η νόσος ανιχνευτεί σε πρώιμο στάδιο, είναι ένας από τους καρκίνους που μπορούν να έχουν την καλύτερη πρόβλεψη και θεραπευτική αντιμετώπιση, με το ποσοστό επιβίωσης να ξεπερνά το 90%. Αντίθετα, αν η νόσος βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο τη στιγμή της διάγνωσης, το μέσο ποσοστό πενταετούς επιβίωσης δεν ξεπερνά το 20%.
Να σημειωθεί εδώ ότι οι ειδικοί επιμένουν για την ανάγκη τακτικού ελέγχου με τεστ Παπανικολάου, το οποίο θεωρείται ένα από τα πιο αξιόπιστα μέσα εκτίμησης της γυναικολογικής υγείας. Επίσης, τονίζουν την αξία της εξάπλωσης των προληπτικών εμβολιασμών κατά του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων σε κορίτσια και γυναίκες από 12 έως 26 ετών.