Συγκλονίζει με την περιγραφή του για το πώς έσκαψε με τα χέρια του τον λάκκο της μητέρας του! Καλεσμένος χθες στην εκπομπή «Αλήθειες με τη Ζήνα», ο Ερρίκος Πετιλόν μίλησε για όλα με αφορμή τη βιογραφία του με τίτλο «Ποιος θα το πίστευε; Ο Ερρίκος;», που θα κυκλοφορήσει σύντομα.
Ο ίδιος, μέλος μιας οικογένειας που ακροβατούσε σε τεντωμένο σχοινί, ήταν και εξακολουθεί να παραμένει μια ευαίσθητη ψυχή που ο θάνατος της μάνας του τον στιγμάτισε για πάντα! Ναρκωτικά, γυναίκες, δόξα… όλα τα έζησε και τα δοκίμασε με πάθος. Αυτά και άλλα πολλά περιγράφει στο βιβλίο του ο Έλληνας γόης που κάποτε κατέκτησε τον κόσμο και σήμερα περιμένει από την Πρόνοια, όπως λέει, για να ζήσει.
Έχοντας στο πλευρό του την επιμελήτρια του βιβλίου του Σοφία Στεκουλέα, το πρώην μοντέλο έδωσε στην εκπομπή της Ζήνας Κουτσελίνη μια προδημοσίευση των πιο συγκλονιστικών αναφορών του… Όπως αυτή για τις τελευταίες ώρες της μητέρας του. «Τη βρήκα σε μια κλινική στην Κυψέλη να αργοπεθαίνει. Σκιά του εαυτού της. Δάκρυσε μόλις με είδε, προσπάθησε να μου χαμογελάσει. Έπεσα πάνω της και ήθελα να χαθώ, ένιωθα και πάλι τίποτα, γιατί δεν μπορούσα να τη βοηθήσω. “Πάρε με, παιδί μου, από εδώ”, μόνο αυτό μου είπε και συνέχισε να με κοιτά μες τα μάτια. Έκλαψα πάνω της κι έπειτα μάζεψα τα κόκαλά της, την πήρα στα χέρια μου, την κράτησα μη μου σπάσει και την πονέσω. Την πήγα στο σπίτι που θεωρούσε σπίτι της, στην αδελφή μου, τη Ρόζα, στην Κηφισιά. Παρέμεινα δίπλα της να της κρατάω το χέρι, να την κοιτώ, να κοιμάται. Ελάχιστες οι ώρες μας και σιωπηλές. Ο θάνατος δεν έχει λόγια. Δεκαπενταύγουστος 1995 στις 11 το βράδυ “έσβησε” στην αγκαλιά μου. Άνοιξε τα μάτια της, με κοίταξε και είπε: “Ποιος θα το πίστευε; Ο Ερρίκος;” και έπειτα μου χαμογέλασε, έγειρε το κεφάλι της στο στήθος μου και έφυγε ήρεμη» περιγράφει.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στο πώς την έθαψε, ελλείψει χρημάτων.
«…Δεν είχα λεφτά να τη θάψω. Μάζεψα τα κομμάτια μου με τα δικά της. Στο άψυχο κορμί της χτυπούσε η δική μου καρδιά και πήγα στο τρίτο νεκροταφείο, στην εβραϊκή πτέρυγα. Ο υπεύθυνος μου έδειξε ένα σημείο που μπορούσα να τη θάψω. Έσκαψα έναν λάκκο με τα χέρια μου. Μου ζήτησε αν θέλω βοήθεια. Άφησε δίπλα μου ο υπάλληλος ένα φτυάρι. Μάτωσα και όταν δεν είχα άλλο κουράγιο, το χρησιμοποίησα. Έπειτα την τύλιξα σε ένα λευκό σεντόνι και απόθεσα στη γη το σώμα που με γέννησε. “Σε αγαπώ, μητέρα” της ψιθύρισα και τη σκέπασα» έγραψε.
Μεγάλο κεφάλαιο στη βιογραφία του είναι και τα ναρκωτικά: «Δεκαεπτά κέντρα απεξάρτησης εδώ και στο εξωτερικό. Πέντε χρόνια από τη ζωή μου και να ιδρώνω και να κλαίω και να μην έχω φάρμακα. Ανάσκελα ξαπλωμένος σε ένα βρόμικο κρεβάτι -έτσι μου φαινόταν-, βρόμικα όλα γύρω μου, στεγνός και κάτι να με έχει πιάσει από τον λαιμό. Αλήθεια; Ψέματα; Ήταν πραγματικότητα και ένιωσα ότι έχω ανοίξει μια πόρτα του διαβόλου. Γιατί οι δικοί μου δαίμονες ήταν πολλοί...»