Πέρασαν δύο χρόνια από την ημέρα που σίγησε για πάντα η φωνή του Βασίλη Καρρά. Έδωσε γενναία μάχη με τον καρκίνο και έφυγε παραμονή Χριστουγέννων το 2023 βυθίζοντας στο πένθος την οικογένειά του αλλά και τους θαυμαστές του.
- Από τη Βάσω Λιόκαυτου

Ο Βασίλης Καρράς δύο μήνες τον θάνατό του πριν είχε κάνει τηλεφωνική παρέμβαση στην εκπομπή του Νίκου Κοκλώνη. «Καλησπέρα σε όλο το ακροατήριο. Καλησπέρα στους φίλους μου εκεί, στο πάνελ, παντού.

Σε ευχαριστώ πάρα πολύ, Νικόλα, για την φιλοξενία αυτή τη μικρούλα αλλά θα ήθελα να ευχαριστήσω και όλο τον ελληνικό λαό και όλο το σινάφι μου για το ενδιαφέρον και την αγάπη τους. Τίποτα παραπάνω. Τι αγάπη είναι αυτή Θεέ μου!

Τι αγάπη είναι αυτή Θεέ μου! Τι ομορφιά. Σας ευχαριστώ πάρα, πάρα πολύ. Ο Θεός να μας δίνει δύναμη, να είμαστε γεροί και να βλεπόμαστε». Ενώ απευθυνόμενος στον Αντώνη Ρέμο του είχε πει: «Πιτσιρίκο, πιτσιρίκο, είμαι εδώ» με τον τραγουδιστή να του απαντάει: «Πάντα θα είσαι εδώ, σε αγαπώ».

Οι κρυφές φιλανθρωπίες του άρχοντα της πίστας
Το φτωχόπαιδο από το Κοκκινόχωρι Καβάλας, που αγαπήθηκε όσο λίγοι Ελληνες καλλιτέχνες,
Σύμφωνα με όσα μας ανέφερε στενός του συνεργάτης, πριν από αρκετά χρόνια ο Βασίλης Καρράς δούλευε στον Διογένη στη Θεσσαλονίκη. Κάθε βράδυ ουρές ο κόσμος για να τον ακούσει και να απολαύσει τις μεγάλες του επιτυχίες.

Ενα από τα βράδια εκείνα μια μαυροφορεμένη γυναίκα μπαίνει μέσα στο κέντρο. Ζητάει τον Βασίλη Καρρά, όμως οι άνθρωποι του κέντρου ευγενικά της αναφέρουν πως δεν μπορεί να τον δει γιατί τραγουδάει.
Η γυναίκα υπομονετικά περιμένει μέχρι να τελειώσει το πρόγραμμά του. Κατά τις πρώτες πρωινές ώρες και ενώ βγαίνει από το μαγαζί, τον πλησιάζει και του λέει το μεγάλο της οικονομικό πρόβλημα. Ο φιλεύσπλαχνος Καρράς τής δίνει το τηλέφωνό του και εκείνη του τηλεφωνεί.

Υστερα από μερικές εβδομάδες ο σπουδαίος καλλιτέχνης άνοιξε στη μαυροφορεμένη άπορη γυναίκα περίπτερο απέναντι ακριβώς από το κέντρο του, για να το δουλέψει μαζί με την αδερφή της. Ετσι, όσα χρόνια ο Καρράς εμφανιζόταν στο κέντρο και οι ουρές από θαμώνες πήγαιναν για να τον απολαύσουν, οι δύο γυναίκες έκαναν ένα πολύ καλό κομπόδεμα και μέχρι σήμερα πίνουν νερό στ’ όνομά του.
Ο ίδιος είχε ζητήσει επανειλημμένα από τις δύο γυναίκες να μην πουν πουθενά γι’ αυτή την πράξη του. Ο ίδιος στενός του συνεργάτης μας ανέφερε και άλλη μια μοναδική πράξη που είχε κάνει για να σώσει το μάτι ενός μικρού παιδιού που έπρεπε να κάνει επέμβαση στο εξωτερικό.

Οταν ο μεγάλος τραγουδιστής έμαθε για το πρόβλημα υγείας, έδωσε στον συνεργάτη του εντολή να κινηθεί μυστικά χωρίς να το μάθει κανείς. Μέσα σε ένα φάκελο έβαλε περίπου 20.000 ευρώ, τα οποία τα έδωσε στην οικογένεια για να χειρουργηθεί το μικρό παιδί. Μέχρι σήμερα που γράφονται αυτές οι γραμμές η οικογένεια του μικρού παιδιού δεν γνωρίζει ποιος έστειλε τα χρήματα για την εγχείρηση.

«Ο Βασίλης ήταν το πιο καλό παιδί που έβγαλε το χωριό μας. Δεν υπήρχε φτωχή οικογένεια, άνθρωποι που είχαν προβλήματα με το ρεύμα και με την Εφορία και να μην τους έδωσε χρήματα. Εδώ στο χωριό μας είναι κοινό μυστικό πόσο μας βοήθησε.
Ερχόταν χωρίς να τον πάρουμε χαμπάρι, βοηθούσε όσους είχαν ανάγκη και μετά έφευγε ξανά για να πάει να τραγουδήσει στα μεγάλα κέντρα. Δεν ξέρω πόσο εύκολα θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε τον χαμό του. Ακόμα και σήμερα πολλοί συγχωριανοί του πίνουν νερό στο όνομά του», είχε δηλώσει στην Espresso η θεία του λίγες ώρες μετά τον χαμό του.

Το τραγούδι που αφιέρωνε στη σύζυγό του
«Ό,τι και να έλεγε ήταν όλα επιτυχίες. “Όταν τα χρόνια σου περάσουν” ήταν το αγαπημένο του τραγούδι, το αφιέρωνε συνεχώς στην κα Χριστίνα, τη γυναίκα του.
Τιμούσε τους Πόντιους συνέχεια, έλεγε συνέχεια για τον Πόντο. (…) Έχω να θυμάμαι μόνο καλές εμπειρίες από τον Βασίλη», είχε πει ο Σωτήρης Ασαρτζής.

Η Μελίνα Ασλανίδου ήταν φίλη του και είχε δηλώσει μετά την απώλειά του. «Ο Βασίλης ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, ένας δοτικός, βαθιά ευγενής, με υπέροχο χιούμορ. Για εμάς στη Θεσσαλονίκη, ήταν ο άρχοντάς μας, η καψούρα μας, τα γλέντια, τα πάντα μας. όταν τον γνώρισα πια από κοντά, αυτό που συνάντησα ήταν μεγαλειώδες.
Για εμάς ήταν ο άνθρωπός μας. Θα θυμάμαι την τελευταία του ατάκα όταν τον πήρα τηλέφωνο να μου πριν πως είναι. Είχε απίστευτο χιούμορ μέχρι και την τελευταία στιγμή που πάλευε. Έδινε κουράγιο εκείνος, τέτοια ψυχάρα ήταν ο Βασίλης. Μου θυμίζει τον Ζαμπέτα, ο Ζαμπέτας ήταν έτσι. Ήταν μία άλλη γενιά ανθρώπων. Εμένα με έλεγε «μπέμπα» συνήθως και άλλα πολλά που δεν μπορώ να πω. Θερμά συλλυπητήρια στην οικογένειά του».
«Φαινόμενο» με μυθιστορηματική ζωή
Ο παππούς και η γιαγιά του ήταν Πόντιοι από την Κερασούντα και μετακόμισαν στη Μυτιλήνη μετά την Καταστροφή του 1922. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στα παράλια της Καβάλας και κατόπιν μετακινήθηκαν προς το βουνό, σε ένα μικρό χωριό, το Κοκκινοχώρι. Εκεί γεννήθηκε το 1953 ο Βασίλης Κεσογλίδης, που έμελλε να εξελιχθεί μελλοντικά στον αστέρα Βασίλη Καρρά, κάνοντας μια ολόκληρη Ελλάδα, «απ’ τον Βορρά μέχρι τον Νότο», να τραγουδά τις επιτυχίες του.

Οταν έγινε 9 χρονών, οι γονείς του μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη, αφού στο χωριό τα έφερναν πλέον δύσκολα βόλτα. Ομως και τα χρόνια που ακολούθησαν στη συμπρωτεύουσα δεν ήταν εύκολα. Η οικογένεια μεγάλωσε, με τον Βασίλη ν’ αποκτά δυο αδέλφια, τον Δαμιανό και την Αναστασία. Εμεναν τότε όλοι μαζί μεταξύ Εύοσμου και Ηλιούπολης, μια περιοχή όπου βρίσκονταν τα πρώτα προσφυγικά σπίτια. Η μητέρα του δούλευε ως καθαρίστρια και ο πατέρας του ως οικοδόμος.

Ο αγώνας για την επιβίωση ήταν ατελείωτος, αλλά ο Βασίλης, αισιόδοξος από τη φύση του, χαμογελούσε πάντα. Στα 13 του απέκτησε το πρώτο του ποδήλατο και κάπως έτσι άρχισαν οι βόλτες μέσα στις λάσπες και τις πέτρες. Μαζί με την μπάλα, που λάτρευε από πιτσιρίκος, ήταν τότε η καθημερινότητά του. Εκείνη την περίοδο ο Βασίλης Καρράς έκανε και τις πιο σημαντικές φιλίες της ζωής του. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που έκανε παρέα τότε παρέμειναν φίλοι του μέχρι το τέλος.

Μετά κόπων και βασάνων κατάφερε να τελειώσει το σχολείο. Παράλληλα δούλευε κιόλας. Τη μια βοηθούσε σ’ ένα συνεργείο και την άλλη πουλούσε κουλούρια στην πλατεία του Βαρδάρη και τον κυνηγούσαν οι χωροφύλακες. Γενικά έκανε πολλές δουλειές, και όλες ήταν δύσκολες. Εκείνος όμως δεν το σκεφτόταν αυτό, ούτε η δουλειά τον τρόμαζε. Και τα προλάβαινε όλα.
Τότε ήθελε να γίνει μηχανικός αυτοκινήτων. Ετσι, με το που τέλειωσε το σχολείο, γράφτηκε στον Δημόκριτο, ένα νυχτερινό τεχνικό λύκειο. Δυστυχώς η χαρά του κόπηκε απότομα. Είχε μόλις κλείσει τα 16 του χρόνια όταν έχασε τον πατέρα του. Ολη η οικογένεια έμεινε μετέωρη. Τότε άρχισε ο πραγματικός αγώνας δρόμου για τον Βασίλη.
Καθημερινά έπρεπε να πηγαίνει την Αναστασία στο άσυλο θηλέων στις 7 η ώρα το πρωί, στη συνέχεια πήγαινε στο συνεργείο, έκανε ένα διάλειμμα το μεσημέρι για να παραλάβει την αδελφή του από το σχολείο και να την πάει σπίτι και αμέσως μετά έφευγε «σφαίρα» για το νυχτερινό γυμνάσιο.

Από τότε ο Καρράς έμαθε να μην κοιμάται πολύ, τρεις με τέσσερις ώρες κάθε βράδυ τού ήταν αρκετές. Αυτή η κατάσταση κράτησε σχεδόν μέχρι την αποφοίτησή του, όταν εντελώς ξαφνικά μπήκε στη ζωή του το τραγούδι και για λίγους μήνες δεν κατάφερε να πάρει το πτυχίο του. Ωστόσο η μανία του να ασχολείται με μηχανές και κατσαβίδια δεν έσβησε ποτέ, αφού, όπως συνήθιζε να λέει, ήταν κάτι που τον ξεκούραζε.
Τα πρώτα του βήματα στο τραγούδι τα έκανε σε ένα ταβερνάκι στον Εύοσμο. Το 1971, όταν είχε γίνει πια 18 χρονών, του προτάθηκε να τραγουδάει κάθε Σαββατοκύριακο σ’ ένα καλύτερο μαγαζί. Εκεί έλεγε τα πάντα: από δημοτικά και ποντιακά τραγούδια μέχρι λαϊκά, που ήταν και η αδυναμία του καθότι μεγάλος θαυμαστής του Στέλιου Καζαντζίδη.

Η συνεργασία του με τους επιχειρηματίες ήταν άψογη, αλλά κάποια στιγμή τον κάλεσε η μαμά πατρίδα. Υπηρέτησε στο Ναυτικό, πρώτα στο «Παλάσκα-Κανελλόπουλο» και στη συνέχεια σε ένα ναρκοθετικό, το «Ακτιον». Αμέσως μετά το τέλος της θητείας του έπιασε δουλειά στον Φαίδωνα, ένα μαγαζί όπου όμως τα λαϊκά τραγούδια απαγορεύονταν, αφού ήταν η περίοδος της Μεταπολίτευσης και ο κόσμος «διψούσε» για τα επαναστατικά του Θεοδωράκη. Ο Βασίλης όμως είχε μέσα του το λαϊκό τραγούδι και άντεξε μόνο μια βδομάδα. Στη συνέχεια μάζεψε τα μπογαλάκια του και επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, στο σπίτι της οικογένειάς του. Εκεί έπιασε πάλι δουλειά σε ταβερνάκια, συνδυάζοντας τα με την εργασία του στο συνεργείο, ενώ για μια περίοδο εργάστηκε και στο μηχανοστάσιο του ΟΣΕ.

Πάνω που τα οικονομικά του πήγαιναν να στρώσουν, έγινε η επιστράτευση. Επί 104 ημέρες βρισκόταν σε ένα αντιτορπιλικό και έκανε περιπολίες στο Αιγαίο με το δάχτυλο στη σκανδάλη, περνώντας δίπλα από τα παράλια της Τουρκίας. Υστερα από την απόλυσή του χρειάστηκε να αρχίσει πάλι τη ζωή του απ’ την αρχή. Πλέον όμως είχε πεισμώσει. Και ρίσκαρε! Αφησε τα ταβερνάκια κι έπιασε δουλειά στα παραλιακά κέντρα της Καλαμαριάς. Το νυχτοκάματο ήταν βέβαια μικρότερο, όμως η ελπίδα ότι εκεί θα γνώριζε κόσμο που θα τον βοηθούσε στη δουλειά του τον έκανε να μην το βάλει κάτω. Με τον καιρό άφησε τελείως το συνεργείο και κάποια στιγμή αποφάσισε να φτιάξει τη βαλίτσα του και να περιοδεύσει στην επαρχία, μένοντας συνολικά περίπου εννέα χρόνια μακριά από τη Θεσσαλονίκη.

Επιστρέφοντας στην πρωτεύουσα του Βορρά, στις αρχές των 80s, μπήκε στη δισκογραφία. Τους πρώτους του δίσκους τούς έκανε με την εταιρία Vasipap, με έδρα την πόλη του, καταφέρνοντας σταδιακά να τραβήξει τον ενδιαφέρον του κόσμου. Ο πρώτος του δίσκος πούλησε 1.000 αντίτυπα, ο δεύτερος 2.500, ο τρίτος 4.000. Ο κόσμος είχε αρχίσει να τον μαθαίνει. Το 1983 κυκλοφόρησε ο δίσκος του «Γιατί να χωριστούμε», που έκανε πάταγο στη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν ακούστηκε παραέξω. Ακολούθησαν κι άλλες επιτυχίες, όπως «Κάτω τα χέρια» και βέβαια η «Νύχτα ξελογιάστρα». Τότε ο Βασίλης έκανε μια μεγάλη περιοδεία σε όλη την Ελλάδα. Αυτή η «βόλτα», όπως τη χαρακτήρισε ο ίδιος, κράτησε δυόμισι χρόνια και στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Αυτό ήταν! Ο τραγουδιστής είχε μπει πια στην τελική ευθεία της καταξίωσης.

με τον δήμαρχο Βόλου
Αχιλλέα Μπέο.
Στις αρχές του ’90 ήρθε στην Αθήνα αρχίζοντας live εμφανίσεις στο Νέο Στορκ στην Πατησίων. Λίγους μήνες αργότερα υπέγραψε συμβόλαιο με τη Minos και αμέσως μετά βρέθηκε στο κέντρο Posidonio, όπου απογειώθηκε η καριέρα του! Με τη Minos ο Βασίλης Καρράς έκανε τις μεγαλύτερες δισκογραφικές επιτυχίες του. «Λέγε ό,τι θες», «Δεν πάω πουθενά», «Πώς τολμάς», «Χρέωσέ το σε μένα», «Φταις εσύ», «Τηλεφώνησέ μου».
Ο δίσκος του «Μ’ έχεις κάνει αλήτη», που κυκλοφόρησε το 1997 με την υπογραφή του Μιχάλη Ρακιντζή, σημείωσε ρεκόρ πωλήσεων, ξεπερνώντας τα 180.000 αντίτυπα. Ο Βασίλης Καρράς έχει συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού πενταγράμμου, μεταξύ των οποίων οι Δέσποινα Βανδή, Πυξ Λαξ, Νατάσα Θεοδωρίδου, Κωνσταντίνα, Τόλης Βοσκόπουλος, Παντελής Παντελίδης, Καίτη Γαρμπή, Αντζελα Δημητρίου, Πάολα.

Ο Βασίλης Καρράς ήταν πληθωρικός πάνω στη σκηνή, ωστόσο προτιμούσε να εκφράζεται μέσα από τα τραγούδια του και κρατούσε την προσωπική του ζωή μακριά από τα φλας. Ηταν παντρεμένος επί 45 χρόνια με τη Χριστίνα, με την οποία γνωρίστηκαν σε μια ντισκοτέκ και ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά. «Εγώ παντρεμένος γεννήθηκα. Στα 18 μου γνώρισα τη γυναίκα μου και στα 20 παντρεύτηκα. Γυναίκα τη λέω. Ετσι φώναζε κι ο πατέρας μου τη μάνα μου. Στην οικογένειά μου κρατάμε τις παραδόσεις» είχε πει παλιά σε συνέντευξή του. Με τη Χριστίνα απέκτησαν την κόρη τους Ειρήνη, από την οποία πήρε το όνομά του και το «Χωριό της Ειρήνης», που δημιούργησε ο καλλιτέχνης στη Χαλκιδική

