Έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 102 ετών, ο θρυλικός πιλότος, αντιπτέραρχος ε.α. Κωνσταντίνος Χατζηλάκος. Την είδηση έκανε γνωστή με ανακοίνωσή της η Ενωση Απόστρατων Αξιωματικών Αεροπορίας, μνημονεύοντας τη ζωή του τελευταίου επιζώντος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που είχε αποστρατευτεί με τον βαθμό του αντιπτεράρχου.
Ο Ελληνας πιλότος, που τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στη Λάρισα, είχε γράψει τη δική του ιστορία στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε τιμηθεί με μια σειρά από βραβεία και παράσημα. Τον είχε συναντήσει και ο βασιλιάς Κάρολος Γ’ τα χρόνια που ήταν διάδοχος του βρετανικού θρόνου. Ο Κωνσταντίνος Χατζηλάκος είχε υπηρετήσει στην Αεροπορία και είχε πάρει μέρος σε μεγάλες επιχειρήσεις.
Ο αντιπτέραρχος ε.α. Κωνσταντίνος Χατζηλάκος γεννήθηκε στη Λάρισα το 1920. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (1940-1945) ως μάχιμος πιλότος της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας έδρασε στα πεδία των μαχών της Βορείου Αφρικής, της Μεσογείου, της Ιταλίας, της Γιουγκοσλαβίας και του Αιγαίου.
Συγκεκριμένα, λίγες ημέρες πριν από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου κατετάγη κατόπιν εξετάσεων στη Σχολή Αεροπορίας (Σχολή Ικάρων) στο Τατόι, ως πρωτοετής ίκαρος με τη 10η Σειρά, και από εκεί, αφού το αεροδρόμιο δέχτηκε τις πρώτες βόμβες των Ιταλών την 28η Οκτωβρίου 1940, μαζί με τη σχολή αναχώρησε για το Αργος για τη συνέχιση της αεροπορικής εκπαίδευσης και στη συνέχεια, όταν ολόκληρη η ηπειρωτική Ελλάδα κατελήφθη από τους Γερμανούς, τον Απρίλιο του 1941 βρέθηκε στη φλεγόμενη αλλά ακόμα ελεύθερη Κρήτη, με τα γερμανικά Στούκας να σφυροκοπούν το λιμάνι της Σούδας, όταν το καράβι με τους μαθητές της Σχολής Ικάρων έμπαινε σε αυτό.
Οι πολεμικές επιχειρήσεις
Μετά την πτώση της Κρήτης τον Μάιο του 1941 βρέθηκε με τους συμμαθητές του και τους υπόλοιπους Ελληνες αεροπόρους στην Αίγυπτο και από εκεί στην Παλαιστίνη, στο Σουδάν, στη Ροδεσία (Ζιμπάμπουε) και τη Νότια Αφρική για τη συνέχιση της εκπαίδευσης πριν ενταχθεί στις ελληνικές πολεμικές μοίρες δίωξης και βομβαρδισμού στη Μέση Ανατολή, που επιχειρούσαν κάτω από την ομπρέλα της RAF. Για τα επόμενα τρία χρόνια του πολέμου, πετώντας αρχικά καταδιωκτικά Hurricane και αργότερα Spitfire, πήρε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις της 336ης Μοίρας Δίωξης/Βομβαρδισμού, στην οποία είχε ενταχθεί σε αποστολές συνοδείας νηοπομπών στη Μεσόγειο, αλλά και σε αποστολές βομβαρδισμού γερμανικών θέσεων στην Ιταλία και στις ακτές της Γιουγκοσλαβίας, καθώς οι Γερμανοί υποχωρούσαν στο τέλος του πολέμου.
Με την απελευθέρωση της Αθήνας τον Οκτώβριο του 1944 ήταν από τους πρώτους αεροπόρους που πέταξαν με το Spitfire του, πάνω από την Ακρόπολη, όταν η γαλανόλευκη κυμάτιζε ξανά στον Ιερό Βράχο, έπειτα από τριάμισι χρόνια σκλαβιάς.
Είχε στο ενεργητικό του πάνω από 200 πολεμικές αποστολές με αεροσκάφη Hurricane και Spitfire. Για τη δράση του αυτή τού απονεμήθηκαν δέκα πολεμικά παράσημα. Την περίοδο 1945-1967 διετέλεσε εκπαιδευτής σε στρατιωτικές σχολές και των τριών όπλων των Ενόπλων Δυνάμεων, καθώς και διοικητής μεγάλων αεροπορικών μονάδων και διευθυντής επιχειρήσεων σε στρατηγεία του ΝΑΤΟ.
Το 1964-1967 ήταν ακόλουθος άμυνας στην ελληνική πρεσβεία στην Ουάσινγκτον. Αποστρατεύτηκε τον Απρίλιο του 1967 και στη συνέχεια εργάστηκε για εννέα χρόνια ως διευθυντικό στέλεχος στη Χαλυβουργική, ενώ από το 1978-1997 ήταν τεχνικός σύμβουλος της McDonnell Douglas Corporation. Ως βετεράνος πολεμικός πιλότος ήταν πρόεδρος του Συνδέσμου Παλαιμάχων Αεροπόρων της Βρετανικής Βασιλικής Αεροπορίας, κλάδου Αθηνών.