Καμπανάκι κινδύνου χτυπά ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) στους επαγγελματίες υγείας για τον αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης κρουσμάτων ελονοσίας, καλώντας τους σε αυξημένη εγρήγορση. Σε επείγουσα ανακοίνωση που απεστάλη προς το ιατρικό προσωπικό ο ΕΟΔΥ τονίζει την ανάγκη άμεσης αναγνώρισης και διαχείρισης των περιστατικών τόσο για την προστασία των ασθενών όσο και για την αποτροπή ενδεχόμενης τοπικής μετάδοσης.
Παρότι η Ελλάδα δεν θεωρείται ενδημική χώρα για την ελονοσία, καταγράφει συστηματικά κάθε χρόνο εισαγόμενα περιστατικά της νόσου, κυρίως από ταξιδιώτες ή μετανάστες που επιστρέφουν από ενδημικές περιοχές της Ασίας και της Υποσαχάριας Αφρικής. Από το 2009 έως το 2024 το 70% των περιστατικών αφορούσε άτομα προερχόμενα από χώρες όπως το Πακιστάν, το Μπανγκλαντές και η Ινδία. Ωστόσο, ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί η σταδιακή εμφάνιση περιστατικών με ενδείξεις εγχώριας μετάδοσης, κυρίως σε αγροτικές περιοχές. Επιπλέον, καταγράφηκαν και σοβαρά συμβάντα ενδονοσοκομειακής μετάδοσης του επικίνδυνου Plasmodium falciparum σε δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία το 2017, το 2020 και το 2021.
Η ανακοίνωση, υπογεγραμμένη από την υπεύθυνη του Τμήματος Επιδημιολογικής Επιτήρησης Δανάη Περβανίδου, υπογραμμίζει ότι η ταχεία διάγνωση και η θεραπευτική παρέμβαση είναι ζωτικής σημασίας. Ιδιαίτερα στην περίπτωση λοίμωξης από Plasmodium falciparum κάθε καθυστέρηση μπορεί να αποβεί μοιραία. Οι γιατροί καλούνται να συμπεριλαμβάνουν τη νόσο στη διαφορική διάγνωση σε κάθε περιστατικό με ύποπτα συμπτώματα όπως πυρετός, κακουχία, κεφαλαλγία, ρίγη, εφιδρώσεις, μυαλγίες, ναυτία, έμετος, διάρροια ή βήχας – ακόμα και σε ασθενείς χωρίς πρόσφατο ιστορικό ταξιδιού.
Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δίνεται σε εργαστηριακά ευρήματα όπως αναιμία, θρομβοπενία και σπληνομεγαλία. Παράλληλα, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή από άτομα με ιστορικό παραμονής σε ενδημικές περιοχές, άτομα με πρόσφατη νοσηλεία σε νοσοκομείο όπου υπήρχε εισαγόμενο περιστατικό και από περιπτώσεις όπου η συμπτωματολογία δεν εξηγείται από άλλη αιτία. Η ελονοσία, όπως επισημαίνει ο ΕΟΔΥ, μπορεί να υποτροπιάσει ακόμα και έπειτα από πέντε χρόνια, αν δεν χορηγηθεί ριζική αγωγή – κυρίως σε περιπτώσεις λοίμωξης από P. vivax ή P. ovale.
Για τον λόγο αυτόν απαιτείται αυξημένη υποψία ακόμα και χωρίς την παρουσία πυρετού, εφόσον υπάρχουν ύποπτα εργαστηριακά δεδομένα. Στο πλαίσιο αυτό, ο ΕΟΔΥ επισημαίνει και τον κίνδυνο ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων τόσο στα ταχέα τεστ όσο και σε εργαστηριακές εξετάσεις. Σε περιπτώσεις όπου η κλινική εικόνα του ασθενούς ενισχύει την υποψία για ελονοσία, συνιστάται η επανάληψη των εξετάσεων ανά 24 ώρες για διάστημα 2-3 ημερών. Στην ίδια ανακοίνωση ο οργανισμός καταγράφει και τα επίσημα στοιχεία της περιστασιακής μετάδοσης της ελονοσίας. Ειδικότερα, το 2020 καταγράφηκαν 39 κρούσματα (όλα εισαγόμενα), το 2021 καταγράφηκαν 46 κρούσματα (όλα εισαγόμενα), το 2022 καταγράφηκαν 57 κρούσματα (ένα πιθανώς εγχώριο) και το 2023 καταγράφηκαν 50 κρούσματα (δύο πιθανώς εγχώρια).
Για το 2024 δεν υπάρχουν ακόμη συγκεντρωτικά στοιχεία, ωστόσο ο οργανισμός συνεχίζει την εντατική επιτήρηση σε περιοχές με αυξημένο κίνδυνο τοπικής μετάδοσης, όπως η Λακωνία, η Μακεδονία και η Θεσσαλία. Παράλληλα, εφαρμόζονται μέτρα πρόληψης όπως στοχευμένοι ψεκασμοί και εντομολογική επιτήρηση. Η καταγραφή στοιχείων επικοινωνίας των ασθενών από την πρώτη επαφή κρίνεται επίσης καθοριστική για την ενδεχόμενη ιχνηλάτηση. Παράλληλα, η επαγρύπνηση της ιατρικής κοινότητας, η ενίσχυση των μηχανισμών επιτήρησης καθώς και η έγκαιρη διάγνωση παραμένουν τα ισχυρότερα όπλα στην πρόληψη μιας επανεμφάνισης της ελονοσίας στην Ελλάδα.
«Καμπανάκι» επιστημόνων για την αύξηση των κρουσμάτων
Δεδομένης της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί, οι επιστήμονες παγκοσμίως προειδοποιούν για τα κρούσματα που αυξάνονται με ανησυχητικούς ρυθμούς. Είναι χαρακτηριστικό πως ο αριθμός των κρουσμάτων ελονοσίας παγκοσμίως έφτασε τα 263.000.000 το 2023, μια αύξηση 11.000.000 κρουσμάτων συγκριτικά με το 2022, εν μέσω στασιμότητας της προόδου για την εξάλειψη της ασθένειας που μεταδίδεται από κουνούπια, σύμφωνα με νέα έκθεση. Ενώ εκτιμάται ότι 2,2 δισ. κρούσματα ελονοσίας και 12.700.000 θάνατοι έχουν αποτραπεί από το 2000 λόγω των παγκόσμιων προσπαθειών για την υγεία, τα τελευταία χρόνια η έλλειψη χρηματοδότησης, η επίδραση της πανδημίας στα συστήματα υγείας, η πολιτική αστάθεια στις χώρες που μάχονται την ελονοσία και άλλες προκλήσεις έχουν δυσχεράνει την αντιμετώπιση.