Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024

«Σασμός»: Χρήστος, Στέλλα εκφράζουν τα συναισθήματά τους

Όσα θα δούμε στο αποψινό επεισόδιο του «Σασμού».Μαθιός, Βασιλική,...

Η Αννα Βίσση δεν «ψήνεται» για το «Voice»

Η Αννα Βίσση είπε «όχι» σε μια θέση στην...

Συμμορίες Ρομά έχουν ρημάξει τους τελευταίους μήνες την ανατολική Θεσσαλονίκη

Σε μάστιγα έχουν εξελιχθεί τους τελευταίους μήνες οι κλοπές,...

Η Κατερίνα Βρανά γιορτάζει την ημέρα που σχεδόν πέθανε

Είναι μια μαχήτρια της ζωής και δεν ξεχνά ποτέ...

«Εχω ζήσει τρομακτικές καταστάσεις στις πίστες»

Ο Χρήστος Νικολόπουλος επιστρέφει στα παιδικά του χρόνια, στις άγριες νύχτες που «έντυνε» με τα τραγούδια του, θυμάται τους «δασκάλους» του και καταγγέλλει πολιτικούς και Ε.Ε.

Ο Χρήστος Νικολόπουλος επιστρέφει στα παιδικά του χρόνια, στις άγριες νύχτες που «έντυνε» με τα τραγούδια του, θυμάται τους «δασκάλους» του και καταγγέλλει πολιτικούς και Ε.Ε.

Στο φυσικό του περιβάλλον, το υπερσύγχρονο στούντιο ηχογράφησης που έχει δημιουργήσει στο σπίτι του στη Νέα Ερυθραία, ο Χρήστος Νικολόπουλος φιλοξένησε ένα βράδυ της προηγούμενης εβδομάδας την «Εspresso», ξετυλίγοντας το κουβάρι των αναμνήσεων μιας ζωής γεμάτης μουσικής.

ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΡΙΑ ΑΝΔΡΕΟΥ
Φωτό: Βαγγέλης Μασιάς

Ο μουσικός που έγραψε τεράστιες επιτυχίες, «χτίζοντας» καριέρες σε πολύ μεγάλα ονόματα της πίστας, ο μπουζουξής που είδε να γράφει θαυμαστής του από τη μια άκρη της πίστας έως την άλλη το όνομα και το επίθετό του με εκατοντάδες γαρίφαλα, δεν παρουσιάζει ούτε το παραμικρό ίχνος έπαρσης, όπως ίσως θα μπορούσε. Μάλιστα, όπως μας αποκαλύπτει, έζησε τη νύχτα όσο πιο λιτά μπορούσε, χωρίς τσιγάρο και αλκοόλ, αλλά με πολλές επιτυχίες.

Από πολύ μικρός εργάστηκε σκληρά στα χωράφια, έφτιαχνε ποδήλατα με τα χεράκια του, δούλεψε ακόμη και σε κουρείο (!). Με αυτά τα χέρια συνεχίζει να καλλιεργεί τη γη, αφού και σήμερα διαθέτει το δικό το περιβόλι, ενώ ως δεινός ψαράς γεμίζει τους καταψύκτες του με θαλασσινά.
«Τι να σου πω, κορίτσι μου; Είμαι ένας χαρούμενος άνθρωπος. Εγραψα 1.800 τραγούδια και τώρα έχω την ευλογία να δω τη βιογραφία μου “Χρήστος Νικολόπουλος: Η ζωή μου… τα τραγούδια μου” από τις εκδόσεις Αλκυών με την αρωγή του Κώστα Μπαλαχούτη, ύστερα από τέσσερα χρόνια εντατικής δουλειάς. Βγήκε στα βιβλιοπωλεία ενώ είμαι εν ζωή και θυμάμαι καλά τα πράγματα. Ο κόσμος, όπου κι αν πάω για να παρουσιάσω το βιβλίο, από τα Χανιά μέχρι τη Λιβαδειά, μου έχει δείξει απίστευτη αγάπη, γιατί το πονάει το λαϊκό τραγούδι. Αυτό είναι το κέρδος μου στη ζωή.

sdfsd

Δεν θέλω τίποτε άλλο. Εύχομαι με όλη μου την καρδιά στους Ελληνες να έχουν υγεία και καλή Ανάσταση» λέει. Το βιβλίο αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές του χαρακτήρα και της ζωής του. Ακόμη και τις κρίσεις πανικού του. Οπως αναφέρει, εκτός από τον ψυχίατρό του -ο οποίος τον βοήθησε να μπει και πάλι σε αεροπλάνο- στο πλευρό του είχε την αγαπημένη του σύζυγο Τασούλα. «Μου στάθηκε βράχος, είναι ο άνθρωπος της ζωής μου. Γνωριστήκαμε στην Κόρινθο, απ’ όπου είναι η καταγωγή της, και είχα πάει εκεί για να δουλέψω. Η σχέση μας, αν και ήμασταν νέοι, κράτησε. Γιατί μ’ αγάπησε και την αγάπησα. Εύχομαι όσοι παντρεύονται να έχουν την τύχη που έχω εγώ στον γάμο μου. Αξίζει περισσότερο από την οποιαδήποτε επιτυχία. Μια γυναίκα με στοργή, υπομονή, σωστή μητέρα. Γι’ αυτό και αντέξαμε. Χαιρόμαστε πλέον τα παιδιά μας, τη Νάντια και τον Βασίλη, που κοντεύουν τα σαράντα και μας έχουν χαρίσει και δυο εγγόνια που λατρεύω» εξομολογείται.

Από πού είναι η καταγωγή σας; Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;

Γεννήθηκα στο Καψοχώρι του Δήμου Αλεξάνδρειας στην Ημαθία, κοντά στη Βέροια. Εκεί ένιωσα τα πρώτα σκιρτήματα της μουσικής, την οποία αγάπησα πολύ από μικρή ηλικία. Ολα ξεκίνησαν τυχαία από ένα μπουζούκι που έφερε ο αδερφός μου στο σπίτι μας, γιατί κι αυτός λάτρευε το συγκεκριμένο όργανο. Σιγά σιγά πήγα σε μια σχολή και έμαθα τις νότες. Σε ηλικία 14 χρονών έπαιζα σε τοπικά πανηγύρια, γάμους, βαφτίσια, πολιτιστικές εκδηλώσεις. Μέχρι τα 16 εμφανιζόμουν στη Βέροια. Μετά, από στόμα σε στόμα, πληροφορήθηκαν για μένα κι άρχισα να παίζω στην Κοζάνη, στην Καστοριά, στη Φλώρινα. Υστερα αποφάσισα να ‘ρθω στην Αθήνα.

Η οικογένειά σας ασχολούνταν με τη γεωργία. Στις φωτογραφίες της βιογραφίας σας κρατάτε στα χέρια δεμάτια από βαμβάκια. Πώς δέχτηκαν την απόφασή σας να φύγετε για την πρωτεύουσα;
Η οικογένειά μου ήταν πολύ φτωχή. Αγρότες βιοπαλαιστές. Η μητέρα μου ήταν πολύ σκληρή. Για να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού και να εργάζεται και στα χωράφια, δεν θα μπορούσε να είναι μια γλυκιά μάνα. Μάλιστα, είχα φάει ξύλο από εκείνη, από τον πατέρα μου όχι. Είχαμε πολύ στενή σχέση μεταξύ μας. Ως μαθητής ήμουν κακός και μου είχε προτείνει να γίνω ηλεκτρολόγος. Πήγα και σε μια σχολή. Οταν αποφάσισα να φύγω για την Αθήνα, θυμάμαι ότι έπρεπε πρώτα να πάρω την ευχή του, αλλιώς δεν θα έκανα βήμα. Μου την έδωσε κι έτσι πήρα το θάρρος να βρω την τύχη μου. Πολύ δύσκολα χρόνια. Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να στηρίξει τέσσερα παιδιά, αγόρια όλα. Γι’ αυτό κι εγώ βγήκα και στο πάλκο από τα 14, για να φέρνω χρήματα στο σπίτι. Και είχα κι από αλλού μεροκάματα. Εφτιαχνα ποδήλατα, σκάλιζα τα χωράφια με τη βοήθεια αλόγου. Δεν έκανα χιλιόμετρα πάνω κάτω με το σκαλιστήρι μόνο στα δικά μας χωράφια, αλλά και στου γείτονα που μας δάνειζε το άλογο. Αυτή ήταν η συμφωνία. Μέχρι και σε κουρείο δούλεψα (γέλια).

Ο πατέρας σας δεν φοβόταν τη νύχτα στην Αθήνα για ένα παλικαράκι 17 χρονών τότε;
Ετρεμε. Το μπουζούκι ήταν τότε κακόφημο όργανο. Μπουζούκι ίσον αλήτης. Αφού μέσα στον φόβο του μου είχε πει: «Τι πας να κάνεις; Αλήτης θα γίνεις;» Πείστηκε όμως για το πάθος μου. Μου έδωσε 200 δραχμές και μου ανέφερε δυο πράγματα: «Να είσαι πάντα τίμιος και να κυνηγήσεις τη δουλειά σου». Υστερα από 1.800 τραγούδια που έγραψα είμαι ήρεμος ότι τον δικαίωσα. Οταν ήρθα στην Αθήνα, του τηλεφωνούσα συχνά και του έλεγα «αυτό κατάφερα, πατέρα» κι εκείνος μου απαντούσε: «Μπράβο, αγόρι μου». Ηταν πολύ στοργικός και συναισθηματικός.

Στην Αθήνα ποια ήταν τα πρώτα σας βήματα;
Γνωρίζαμε ως οικογένεια έναν τραγουδιστή, τον Βλαδίμηρο Χαραλαμπίδη, που έμενε στην Ακαδημία Πλάτωνος στον Κολωνό. Στις αρχές έμεινα κι εγώ στο σπίτι του. Υπήρχε όμως τότε το Καφενείο των Μουσικών κοντά στην Ομόνοια, όπου σύχναζαν οι μουσικοί οι οποίοι έψαχναν δουλειά. Εμαθα τις συγκοινωνίες και ήμουν καθημερινά εκεί. Στη στάση που κατέβαινα για να πάω σπίτι στην πλατεία Μαυρομάτη ήταν μια ταβέρνα του Μανωλιά. Εκεί τραγουδούσε ο ρεμπέτης Γιάννης Κυριαζής. Με έβλεπαν με το μπουζούκι και μου είπαν: «Μικρέ, έλα να σ’ ακούσουμε». Οταν τους έφυγε από την ορχήστρα ο μουσικός που έπαιζε μπουζούκι, με πήραν στη δουλειά. Το νυχτοκάματο ήταν με ποσοστά. Πάντως έβγαινε κανένα εικοσάρικο την εβδομάδα. Τότε πιάσαμε με άλλους δυο φίλους, μπατίρηδες κι αυτοί, ένα σπιτάκι και τη βγάζαμε με μακαρονάδες.

Και πότε ξεκίνησε η δικαίωση;

Το είχα βάλει πείσμα. Πήγαινα σε δισκογραφικά στούντιο και έπαιζα για να με ακούσουν. Εκεί με εντόπισε ο Μανώλης Αγγελόπουλος. Το 1965 με πήρε μαζί του σε ένα κέντρο στη Θεσσαλονίκη που λεγόταν Καλαμίτσαινα γιατί ο μπουζουξής του έφευγε φαντάρος. Μεγάλη η απώλεια του Μανώλη. Ηταν φίλος μου αλλά και τεράστια φυσιογνωμία. Δεν έχουν βγει τραγουδιστές σαν τον Αγγελόπουλο, τον Καζαντζίδη, τη Μοσχολιού, την Γκρέυ, την Πόλυ Πάνου, τη Χαρούλα Αλεξίου, τον Πάνο Γαβαλά. Αυτοί οι καλλιτέχνες δεν είχαν σπουδάσει φωνητική. Είχαν έμφυτο ταλέντο, σωστή άρθρωση, θείο χάρισμα.

Με τον Στέλιο Καζαντζίδη πώς γνωριστήκατε;
Με άκουσε σε ένα δισκογραφικό στούντιο και με πήρε κοντά του. Δούλεψα δυο σεζόν μαζί του σε περιοδείες που έκανε σε Αμερική, Γερμανία και Ελλάδα. Το 1966 συνυπήρξαμε σ’ ένα μαγαζί που λέγεται τώρα Κύτταρο και τραγουδούσαν φέτος η Βιτάλη κι ο Σαββόπουλος. Ηταν η τελευταία εμφάνιση του Καζαντζίδη. Δεν του άρεσε η νύχτα και σταμάτησε. Τον καταλάβαινα. Τότε τα πράγματα ήταν εξοντωτικά. Εργαζόμασταν έξι ημέρες την εβδομάδα και ταυτόχρονα είχαμε και στούντιο. Μόνο την Κυριακή έβλεπα τα παιδιά μου. Πολλή κούραση. Αφού κάποιες στιγμές νύσταζα τόσο πολύ, που μπορεί να με είχε πάρει κι ο ύπνος όρθιο κρατώντας το μπουζούκι. Επαιζα μηχανικά.

sdfsdf

Το πιο «τρελό» περιστατικό που ζήσατε στη νύχτα; Εκαιγαν χρήματα μπροστά σας, έσπαγαν πιάτα;

Εχω προλάβει όλα τα είδη διασκέδασης. Οι δυο μέρες που τραγουδάμε πλέον την εβδομάδα και με αυτές τις συνθήκες είναι ευγενής ψυχαγωγία. Εχω δουλέψει με όλους τους ρεμπέτες της εποχής. Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Βαμβακάρη. Μιλάμε για αγριότητες. Ανδροκρατία στα κέντρα και κουμπουροφόροι. Τρομακτικά πράγματα στις παραγγελιές. Μετά ήρθε το σπάσιμο των πιάτων. Την περίοδο 1969-1970 συνεργάστηκα με τον μεγάλο Μανώλη Χιώτη. Μαζί του ήταν σαν να απέκτησα μεταπτυχιακό, αλλά ο «πατέρας» μου ήταν ο Γιώργος Ζαμπέτας. Με αποκαλούσε γιο του και συνέχειά του. Μετά τον Ζαμπέτα ήρθαν οι γαρδένιες στα πανέρια και τα λουλούδια. Κάπως ηρέμησαν τα πράγματα στην πίστα, όταν ξεκίνησαν να έρχονται και τα κορίτσια στα μπουζούκια και οικογένειες. Πάντως το πιο τρελό πράγμα που έχει κάνει θαυμαστής για μένα είναι να γράψει με χιλιάδες γαρίφαλα από τη μια άκρη της πίστας έως την άλλη το όνομα και το επίθετό μου. Αυτήν ήταν η επιθυμία του. Πάντα τραγουδούσα σε καλά μαγαζιά. Σ’ αυτά έρχονταν συνήθως λεφτάδες και ήθελαν να τους παίξω το αγαπημένο τους τραγούδι. Το έκανα. Μεγάλο χαμό προκαλούσαν και οι Αραβες με τα λουλούδια. Η μουσική άλλωστε ενώνει τους λαούς.

Θα ήθελα να μου πείτε ειλικρινά: Μπορεί να κρατηθεί κανείς τη νύχτα χωρίς αλκοόλ και ουσίες; Βγαίνει η νύχτα με κέφι νηφάλιος;

Μα τι λέτε; Εγώ δεν πίνω ποτό και δεν κάπνισα ποτέ. Ο Νταλάρας δεν πίνει ούτε ένα ποτήρι ουίσκι και δεν κάπνισε ούτε ένα τσιγάρο. Η μουσική σε κρατά όρθιο. Αυτά είναι βλακείες. Οσοι πίνουν πιστεύω ότι το κάνουν από τρακ. Γιατί ο ρόλος του τραγουδιστή δεν είναι εύκολος. Πρέπει να βγεις και να αντιμετωπίσεις τον κόσμο. Αλλά και τώρα που δουλεύω με τον Αντώνη Ρέμο το παιδί δεν καπνίζει ούτε πίνει. Υπάρχουν καλλιτέχνες εντελώς καθαροί.

Στη χούντα κάνατε την αντίστασή σας;

Με τον Νταλάρα στα Δειλινά. Επειδή λέγαμε αντιστασιακά τραγούδια του Θεοδωράκη, μας κυνήγησαν και μας έκλεισαν το μαγαζί γιατί τότε τα κομμάτια του Μίκη απαγορεύονταν. Ο Γιώργος δεν έπαιρνε χαμπάρι. Μας είχαν ειδοποιήσει, «μη λέτε τα τραγούδια του Μίκη», μέχρι που ο επιχειρηματίας ήρθε και μας είπε: «Παιδιά, μας έβαλαν λουκέτο». Στο βιβλίο μου αναφέρω την τρομοκρατία που ζήσαμε, αλλά και το πώς κάποιοι άνθρωποι συμβιβάστηκαν τελικά με το σύστημα. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου επαναστάτη, αλλά είμαι αντίθετος με τα δικτατορικά καθεστώτα και τη λογοκρισία. Η καλύτερη συνεργασία μου ήταν με τον Νταλάρα. Ο Γιώργος μού μετέδωσε την
αγάπη για την εξέλιξη πάνω στη μουσική. Για την τελειότητα στην τέχνη μου. Η μουσική είναι δημιουργία και τον ευγνωμονώ.

Πολλοί μιλούν για μια νέα «κατοχή» που έχει τα χαρακτηριστικά ενός οικονομικού πολέμου. Πιστεύετε θέλουν να εξαθλιώσουν τον Ελληνα;

Θα σας μιλήσω για τον χώρο της μουσικής που περνάει μια μεγάλη κρίση εδώ και δέκα χρόνια με την πειρατεία, το ίντερνετ -καμία κυβερνητική αρχή δεν μας στήριξε σ’ αυτόν τον τομέα-, την έλλειψη δισκογραφίας, τις διήμερες εμφανίσεις στα μπουζούκια. Ο χώρος μου είναι στον πάτο! Δεν παράγονται νέες δουλειές, δεν αναδεικνύονται καινούργιοι τραγουδιστές ούτε δημιουργοί. Εχω πικραθεί πολύ για όσα συμβαίνουν στη χώρα μου. Η κατάσταση είναι τραγική για όλους μας. Και ίσως δεν πρέπει να μιλάω γιατί έζησα τις «χρυσές» εποχές κι έβγαλα χρήματα. Κουράστηκα όμως, δούλεψα πολύ, πόνεσα. Δεν έβγαλα όμως τα χρήματά μου έξω, είμαι πατριώτης. Τα είχα όλα εδώ στις δικές μας τράπεζες και ζω όπως χιλιάδες ελληνες τα capital controls και με τον κίνδυνο κάποια στιγμή να τα χάσω και όλα. Δυστυχώς βιώνουμε μια ζοφερή πραγματικότητα, μισθούς πείνας, ανεργία, κομμένες συντάξεις που δεν φανταζόμασταν ποτέ στη ζωή μας.

Από πού παίρνετε ελπίδα;
Οπως όλοι οι Ελληνες, από την οικογένειά μου, τη γειτονιά μου, τους φίλους μας. Προχθές έχασα έναν από τους δυο φίλους μου. Εκείνον με τον οποίο μέναμε μαζί στην Αθήνα ως έφηβοι, που σας ανέφερα στην αρχή. Τον έφαγε η κρίση, έπαθε ανακοπή ο άνθρωπος ξαφνικά. Είχε προβλήματα, δεν μιλούσε κι έσκασε από τη στενοχώρια. Οπως και άλλοι συνάνθρωποί μας που, όπως πληροφορούμαι, χάνουν τη ζωή τους από τον καρκίνο. Μα πιστεύουν ότι θα μας σκλαβώσουν; Το πνεύμα είναι άυλο, δεν σκλαβώνεται. Ο Ελληνισμός δεν πεθαίνει. Ας παρηγορήσουμε ο ένας τον άλλον για να μην απελπιστούμε. Εδώ που φτάσουμε, ας μας βοηθήσει ο Θεός! Γιατί νιώθω ότι η σπίθα του πολέμου είναι πολύ εύκολο ν’ ανάψει.

Κύριε Νικολόπουλε, οι κυβερνήσεις πέφτουνε, μα η αγάπη μένει;
Το γράψαμε, το τραγουδάμε και θα το τραγουδάμε. Να ξέρουν οι κυβερνώντες ότι, όπως ο λαός τους ανέδειξε, έτσι μπορεί και να τους αλλάξει. Για μένα δεν υπάρχει Ευρωπαϊκή Ενωση. Κάθε χώρα υποστηρίζει τα συμφέροντά της σαν τη Μαφία. Μας έχουν αφήσει στα… δόντια των τοκογλύφων. Δεν ξέρω αν αυτό το οικοδόμημα της Ε.Ε και μετά το Προσφυγικό μπορεί να αντέξει.

Πώς βλέπετε τα πράγματα με τους πρόσφυγες;
Ανθρώπινα τους λυπάμαι. Κλαίει η ψυχή μου. Γιατί και οι Ελληνες εκδιώχθηκαν από τη Μικρά Ασία κι από τον Πόντο, ξεριζώθηκαν για να σώσουν τη ζωή τους. Οι Σύροι αναγκάστηκαν να φύγουν από τη χώρα τους -και τους βλέπεις ότι διαφέρουν κατά πολύ από τους άλλους μετανάστες και μορφωτικά και οικονομικά- για να προστατεύσουν τον εαυτό τους και τις οικογένειές τους από τις βόμβες. Η Πολιτεία έχει μεγάλη ευθύνη για την κατάσταση στην Ειδομένη. Δεν μπορώ να βλέπω 12.000 πρόσφυγες στα χωράφια, μεταξύ των οποίων οι 5.000 είναι παιδιά. Τι ρόλο παίζουν οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις; Γιατί δεν τους βάζουν σε μια τάξη; Πάντως οι περισσότεροι θέλουν να φύγουν από την Ελλάδα, γι’ αυτό και κάθονται στα σύνορα μήπως και ανοίξουν. Ακουσα ότι υπάρχουν 90.000 ασυνόδευτα παιδιά στην Ευρώπη. Για ποιον πολιτισμό μού μιλάτε; Κοκορεύεται ο Ερντογάν ότι τους 3.000.000 πρόσφυγες που φιλοξενεί η Τουρκία τούς έχει σε καταυλισμούς. Και εμείς γι’ αυτούς τους 60.000 που μας ήρθαν δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε δομές; Δεν ξέρω τι συμβαίνει. Είμαστε ανίκανο κράτος; Ή κάποιοι τους παραπληροφορούν;

Το μπουζούκι τελικά ο κόσμος το δέχτηκε στο Μέγαρο Μουσικής και στο Ηρώδειο ή του κακοφάνηκε;
Στα 50 χρόνια προσφοράς μου στο ελληνικό τραγούδι, με κομμάτια όπως «Υπάρχω», «Μη μιλάς, μη γελάς, κινδυνεύει η Ελλάς», «Μία είναι η ουσία», «Ο Σαλονικιός», είδα τον κόσμο στο Μέγαρο να τα αποθεώνει. Αυτές οι δυο βραδιές, 9 και 10 Φεβρουαρίου του 2015, στο Μέγαρο Μουσικής, ήταν μια ψυχική ευφορία. Το μπουζούκι πέρασε πολλές περιπέτειες. Αλλά ο Χιώτης το εξευγένισε και ο Θεοδωράκης το επέβαλε. Ο Μίκης έβαλε σε συμφωνική ορχήστρα το μπουζούκι με μεγάλο αγώνα.

Γιατί δεν υπάρχει μια Αλεξίου σήμερα -ξέρω ότι τη λατρεύετε- ή ένας Μητροπάνος;
Οι εποχές είναι αδύναμες να αναδείξουν μεγάλους τραγουδιστές. Αλλά ακόμη και τώρα μην ξεχνάμε ότι υπάρχει ο Πασχάλης Τερζής. Τεράστιος τραγουδιστής, που αναδείχθηκε ύστερα από πολύ κόπο. Ο Αντώνης Ρέμος είναι πολύ καλός τραγουδιστής, όπως και ο Νίκος Βέρτης.

Ο Παντελής Παντελίδης είχε κάτι διαφορετικό;
Ο Παντελίδης έκανε ένα θαύμα: Να αναδειχθεί μόνος του, χωρίς τη βοήθεια του συστήματος και των μίντια.

Πόσο έχουν πέσει τα νυχτοκάματα σε σχέση με την εποχή της οικονομικής ευμάρειας; Ισχύει ότι κάποτε ένας τραγουδιστής έπαιρνε 5.000 ευρώ τη βραδιά;
Το νυχτοκάματο έχει πέσει πάρα πολύ. Ελεύθερη πτώση. Ναι, έχουν δοθεί αυτά τα χρήματα σε τραγουδιστές, αλλά τα έφερναν στο μαγαζί. Σήμερα τα αστέρια δουλεύουν τις δυο μέρες στα μπουζούκια και πληρώνονται τη μία για να πάρουν χρήματα όλοι οι άλλοι, μουσικοί, σερβιτόροι. Αλλά θα κάνουν και τις περιοδείες στο εξωτερικό και θα βρουν την άκρη τους. Μην ξεχνάμε ότι οι Ελληνες της διασποράς στην καρδιά τους έχουν μια πατρίδα. Ονειρεύονται να γυρίσουν πίσω στην Ελλάδα. Εχω πάρει πολλή αγάπη από τους ομογενείς.

Πιστεύατε ότι θα κάνατε αυτήν την πορεία;
Ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα. Οταν έφυγα από την Ημαθία, δεν ήξερα πού θα φτάσω. Αναχώρησα, όμως, από το χωριό μου με μια υπόσχεση: να μη γυρίσω νικημένος. Αναγνωρίστηκε η αξία μου. Για την εποχή μου ήμουν το παιδί-θαύμα. Με έλεγαν «μαγνητόφωνο» ο Καλδάρας, ο Κουγιουμτζής, ο Μαρκόπουλος, ο Σπανός, ο Λεοντής, ο Μούτσης. Επιανα αμέσως τις νότες. Αν δεν έχεις το χάρισμα και δεν δουλέψεις πολύ, δεν θα έχεις διάρκεια.

Κι όμως, δεν έχετε έπαρση.
Οι μέτριοι έχουν έπαρση. Αυτοί που είναι σίγουροι για τον εαυτό τους είναι απλοί και σοβαροί. Το χάρισμα μου δόθηκε από τον Θεό και το καλλιέργησα. Το χρήμα και η δόξα χαλάει τους ανθρώπους, αλλά εγώ είχα άλλο χαρακτήρα. Προτιμώ να είμαι σώφρων. Γι’ αυτό βρίσκω την ηρεμία μου στη φύση. Εχω τη βάρκα μου και πιάνω ψάρια και γεμίζω τους καταψύκτες μου, έχω το δικό μου περιβόλι με τις ντομάτες μου και τις μελιτζάνες μου και προτείνω σε όλους τους Ελληνες να φτιάξουν ένα μποστάνι. Γιατί ξεχάσαμε τη γη. Ακόμη και οι αγρότες με τις επιδοτήσεις δεν ψάχτηκαν σε άλλα είδη καλλιέργειας και φτάσαμε στο σημείο να εισάγουμε. Και γι’ αυτό φταίνε όλες οι κυβερνήσεις. Δεν μας πείθει τελικά κανείς πια. Φοβάμαι ότι η ανάγκη για επιβίωση θα δημιουργήσει κοινωνική έκρηξη.

{{-PCOUNT-}}35{{-PCOUNT-}}

Ακολουθήστε την Espresso στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Καρφιά Σολωμού για την Μπάρκα

«Καμπανιά» από τη Μαρία Σολωμού. «Δεν θα πάω ποτέ...

Στο σφυρί η «Κόμισσα» του Γεωργούλη που φωνάζει για την αθωότητά του

Αντιμέτωπη με το… σφυρί βρίσκεται δεύτερη φορά σε διάστημα...

Ο Σταϊκούρας θαυμαστής της sexy Μαρίας Τζινέρη

Δεν ήταν και λίγοι οι παρευρισκόμενοι σε εγκαίνια έργων...

Στα χέρια της ΕΛ.ΑΣ. ο μάνατζερ του τράπερ Trannos για όσα έγιναν στου Ρέντη

Ραγδαίες είναι οι εξελίξεις από την αστυνομική επιχείρηση «μαμούθ»...

Η Πωλίνα Σανταλοβάκη έδωσε σημεία ζωής

Ενώ είναι μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας η...

Δύσκολες ώρες για τη Βίκυ Καγιά: Πέθανε ο πατέρας της

Δύσκολες ώρες για τη Βίκυ Καγιά, όπως ανακοίνωσε η...