Κατασπατάληση δημοσίου χρήματος, αθώωση ναρκεμπόρων που «βαφτίζονταν» χρήστες και χρήση ναρκωτικών από το προσωπικό είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που αποκαλύπτει έκθεση «βόμβα» της ομάδας εργασίας του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων για τη Θεραπευτική Κοινότητα ΚΕΘΕΑ Διαβατών, την οποία κατέθεσε χθες στη Βουλή ο υπουργός Υγείας Βασίλης Κικίλιας.
Η έκθεση-κόλαφος αποκαλύπτει μια σειρά από παράνομες δραστηριότητες, που επισημαίνεται ότι «μπορούσαν να επιφέρουν έως και τη νομική έγκληση του ΚΕΘΕΑ», το οποίο επιχορηγείται από το κράτος με το ποσό των 20.000.000 ευρώ τον χρόνο.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει η έκθεση, στη Θεραπευτική Κοινότητα ΚΕΘΕΑ Διαβατών υπήρξε εκτεταμένη και συστηματική χρήση παράνομων ουσιών από προσωπικό και μέλη για μεγάλο χρονικό διάστημα: «Ζητήματα που ανέκυπταν σχετικά με οικονομικές ατασθαλίες, διοικητικές υπερβάσεις και αστοχίες κλινικού σχεδιασμού αντιμετωπίστηκαν ως θέματα δευτερεύουσας προτεραιότητας».
Έμποροι ναρκωτικών εμφανίζονταν ως χρήστες προκειμένου να τυγχάνουν των νομικών ευεργετημάτων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και να αποφυλακίζονται. Σημαντικό ζήτημα αναδείχθηκε «η έκδοση βεβαιώσεων σε μέλη που παράτυπα εντάχθηκαν στο πρόγραμμα (προφασίζονταν πρόβλημα εξάρτησης), αλλά και κυρίως η χρήση νομικών ευεργετημάτων σε μέλη του προγράμματος και αποφοίτους που χρησιμοποιούσαν το πρόγραμμα χωρίς να έχουν κανένα πρόβλημα με τη χρήση ουσιών». Μάλιστα, έφτασε να αμφισβητείται δημόσια η αξία των βεβαιώσεων που εκδίδει το ΚΕΘΕΑ, ενώ γίνεται λόγος και για «παρακύκλωμα» που μπορεί να συνδεόταν με δικηγόρους, σωφρονιστικούς υπαλλήλους και στελέχη του οργανισμού.
«Η αίσθηση έλλειψης προστασίας από το προσωπικό, οι ασαφείς διαδικασίες και τα κριτήρια για τις προϋποθέσεις ένταξης στη Θ.Κ. στα Διαβατά είναι προφανές ότι διακυβεύουν τους θεραπευτικούς στόχους του προγράμματος και συμβάλλουν στην αλλοίωση του κύρους του οργανισμού» αναφέρουν τα μέλη της ομάδας εργασίας.
Παραστατικά
Επίσης, αποκαλύφθηκε προσπάθεια συγκάλυψης των παρανομιών και ατασθαλιών: «Έχουν με βεβαιότητα τεκμηριωθεί απώλεια υπολογιστών με στοιχεία μελών, απώλεια υπολογιστών που χρησιμοποιούνταν από πρόσωπα-κλειδιά, απώλεια δίσκων αποθήκευσης, έλλειψη παραστατικών από συναλλαγές, αλλά και ασυνήθιστες προσφορές προς το πρόγραμμα στη φυλακή».
Στο πόρισμα γίνεται, επίσης, λόγος για κατάχρηση εξουσίας, αδιαφάνεια, κλίμα ανασφάλειας και συναισθήματα φόβου των εργαζομένων. Ειδική αναφορά γίνεται στην προσπάθεια συγκάλυψης, καθώς αναφέρεται διαδικασία που κατέληγε: «Ο,τι συνέβη τελείωσε… Τώρα μπορούμε να συνεχίσουμε τη δουλειά μας χωρίς να εκλαμβάνονται ως σημαντικά οι ερωτικές σχέσεις ανάμεσα στους εργαζομένους, μεταξύ μελών του προσωπικού και μελών ή χρήση παράνομων ουσιών από εργαζομένους στο πρόγραμμα»!