Ο φωτογράφος Ζοάο Σίλβα έχασε τα κάτω άκρα του από νάρκη, αλλά κατάφερε να σταθεί στα πόδια του.
Οταν άκουσε το «κλικ» του τρόμου, κατάλαβε ότι είχε πατήσει νάρκη και είχε έρθει η σειρά του. Κλάσματα του δευτερολέπτου μετά ο Ζοάο Σίλβα κείτονταν στο χώμα του ενός καταστραμμένου από τον πόλεμο αφγανικού χωριού, σκεπασμένος από το μαύρο σύννεφο της έκρηξης. Πολύ καιρό πριν ένιωθε ενοχές που ήταν ακόμα ζωντανός, αφού δύο φίλοι του από το Bang Bang club, την ομάδα τεσσάρων Νοτιοαφρικανών φωτορεπόρτερ στην οποία ανήκε, είχαν πεθάνει το 1994. Ο ένας χτυπήθηκε από σφαίρα, ο άλλος αυτοκτόνησε. Ο τρίτος ύστερα από σοβαρό τραυματισμό παραιτήθηκε. Ο Ζοάο, με τη δύναμη που του έδινε το πάθος του να είναι αυτόπτης μάρτυρας στα διακεκαυμένα μέτωπα του πλανήτη, συνέχισε μέχρι εκείνο το μοιραίο βήμα που του έκανε τα πόδια άμορφη μάζα σάρκας και οστών…
Από τη Ρουάντα μέχρι την πρώην Γιουγκοσλαβία και από το Ιράκ μέχρι το Αφγανιστάν, επί είκοσι χρόνια και με μνημειώδη ψυχραιμία κατέγραψε όλες τις μεγάλες συγκρούσεις. Μέχρι τις 23 Οκτωβρίου του 2010, μέρα που μαζί με την Καρλότα Γκαλ από τους «New York Times» ακολουθούσε ένα τάγμα του αμερικανικού στρατού.
«Ηταν μια κανονική περιπολία, όπως όλες οι άλλες. Μπροστά μου βρισκόταν ένας στρατιώτης μ’ ένα λαγωνικό, αλλά ο σκύλος δεν εντόπισε τη νάρκη. Εγώ όμως την πάτησα» θυμάται σε συνέντευξη που παραχώρησε στο γαλλικό περιοδικό «Paris Match». Μετά την έκρηξη οι στρατιώτες, αποσβολωμένοι, τον απομάκρυναν από το σημείο. «Παρέμενα ήρεμος, δεν ένιωθα πανικό ή σοκ. Ηξερα ότι το στρες μπορούσε να με σκοτώσει» εξομολογείται.
Ενώ ήταν τραυματισμένος, τράβηξε ακόμα τρεις φωτογραφίες προσπαθώντας να φωτογραφίσει το κάτω μέρος του κορμιού του, αλλά χωρίς επιτυχία. Στη συνέχεια, μέσω δορυφορικού τηλεφώνου, μίλησε με τη σύζυγο του, τη Βίβιαν, που βρισκόταν στο Γιοχάνεσμπουργκ. «Της εξήγησα ότι είχα πατήσει νάρκη, ότι είχα χάσει τα πόδια μου, αλλά ότι πίστευα πως θα τα καταφέρω. Με παρακάλεσε να μείνω ζωντανός. Οταν ξύπνησα ξανά,βρισκόμουν στη Γερμανία και η Βίβιαν ήταν στο πλευρό μου. Στη συνέχεια βρέθηκα στο στρατιωτικό νοσοκομείο Walter Reed της Ουάσινγκτον» θυμάται ο φωτορεπόρτερ.
Εκεί, στην πτέρυγα των βαριά τραυματισμένων, πέρασε δυόμισι χρόνια, τα οποία ο ίδιος λέει ότι βίωσε ως ένα μακρύ ταξίδι ενδοσκόπησης. Η έκρηξη δεν του στέρησε μόνο τα πόδια του, του προκάλεσε βλάβες και στα εσωτερικά του όργανα, οπότε χρειάστηκε να υποβληθεί σε ογδόντα επεμβάσεις, τις οποίες περιγράφει σαν να συνέβησαν σε άλλον. «Χρειάστηκε να κάνουν ανάπλαση της ουρήθρας και του πρωκτού και στη συνέχεια να συνδέσουν τα έντερα και το κόλον. Εμεινα για μήνες με μια ανοικτή πληγή στη θέση της κοιλιάς, κομμένος στα δύο, σαν κοτόπουλο» λέει χαρακτηριστικά.
Η στάση του αυτή, η τόσο αποστασιοποιημένη από το βάσανο που ζούσε, είχε προκαλέσει την έκπληξη και των ψυχολόγων που τον παρακολουθούσαν. Η στάση του πάντως δικαιώθηκε. Σήμερα στέκεται στα προσθετικά πόδια, χαίρεται τα δύο του παιδιά που είναι απολύτως συμβιβασμένα με την εικόνα του και βρίσκουν cool το γεγονός ότι ο μπαμπάς τους φοράει «πόδια ρομπότ» και παρουσιάζει εκθέσεις με τις φωτογραφίες του σε όλες τις γωνιές του κόσμου. «Ο κόσμος μιλάει συχνά για δεύτερες ευκαιρίες. Υπό μία έννοια έχουν δίκιο. Η νάρκη θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να με θάψουν σ’ ένα κουτί από σπίρτα. Αντίθετα, μ’ έκανε να ζήσω μια δεύτερη ζωή» λέει χαρακτηριστικά.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ