Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου που ήταν «εθνικός τελετάρχης» το 2004 αναστατώνει το Φεστιβάλ Αθηνών.
Ντυμένος στα μαύρα και ατσαλάκωτος, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου υποδεχόταν ο ίδιος τους θεατές το περασμένο καλοκαίρι στον χώρο της Πειραιώς 260, εκεί όπου παρουσιαζόταν η πολυσυζητημένη παράστασή του «Πρώτη ύλη». Τον έβλεπες να χαμογελάει, να συνομιλεί μαζί τους, ακόμα και να ελέγχει τα εισιτήριά τους, σε μια συμβολική κίνηση επανασύστασης με το κοινό του. Δεν αποκλείεται να δούμε τον διακεκριμένο χορογράφο, χορευτή, σκηνοθέτη, εικαστικό και «εθνικό τελετάρχη» των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 να καλωσορίζει και φέτος το κοινό στην είσοδο του κτιρίου Α, λίγο πριν ανέβει στη σκηνή για να παρουσιάσει την ανανεωμένη, δεύτερη εκδοχή της «Πρώτης ύλης» (οι παραστάσεις θα διαρκέσουν έως τις 14 Ιουλίου) που προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στο περσινό Φεστιβάλ Αθηνών και ταξίδεψε σε πολλές πόλεις της Ελλάδας και στο εξωτερικό.
Αυτή τη φορά έχει ως παρτενέρ στον χορό τον Μιχάλη Θεοφάνους, τον γυμνό άντρα της παράστασης, και προτείνει μια «πιο απογυμνωμένη και ωμή» εκδοχή του έργου. Ο ίδιος δεν περιορίζεται στη σύλληψη και τη σκηνοθεσία της παράστασης, αλλά επιστρέφει και ως ερμηνευτής στη σκηνή ύστερα από δέκα ολόκληρα χρόνια.
Με την «Πρώτη ύλη» ο Δημήτρης Παπαϊωάννου απομακρύνεται από τις μεγάλες σκηνές του κέντρου της πόλης και καταθέτει ένα έργο για τη «διαρκή επανεφεύρεση του εαυτού» που θυμίζει περισσότερο χορογραφημένη περφόρμανς παρά καθαρόαιμη χορευτική δημιουργία. Μια λιτή, χειροποίητη και προσωπική δουλειά που σηματοδοτεί την επιστροφή του πολυτάλαντου δημιουργού πίσω στη βάση, στα πράγματα που μπορούν να δημιουργηθούν με ελάχιστα χρήματα και υλικά. Αρκούν ένας ξύλινος πάγκος, ένα μικρόφωνο και μια εμπνευσμένη χορογραφία (με γερές δόσεις γυμνού) που επαναπροσδιορίζει τη σχέση δημιουργού – δημιουργήματος.
Οπως στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, τότε που ο άγνωστος στο ευρύ κοινό Δημήτρης Παπαϊωάννου έδινε τις πρώτες του παραστάσεις μαζί με την περίφημη «Ομάδα Εδάφους» στον παράνομο χώρο του «Κτιρίου Καλλιτεχνών», στην κατάληψη της 3ης Σεπτεμβρίου, υπό το βλέμμα της υπουργού Μελίνας Μερκούρη. Μπορεί η «Πρώτη ύλη» να εστιάζει στο γυμνό -από το πρώτο έως το τελευταίο λεπτό ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με το αψεγάδιαστο αντρικό σώμα, το όποιο συχνά παραπέμπει σε αρχαία ελληνικά αγάλματα- αλλά για πολλούς είναι τέτοια η αρμονία του γυμνού που δεν τους ενοχλεί καθόλου. Υπάρχει όμως και η αντίθετη άποψη. Αρκετοί επικριτές του ισχυρίζονται ότι χρησιμοποιεί το γυμνό για να ιντριγκάρει, για να μαγνητίσει και πάλι τα βλέμματα πάνω του. Για τον ίδιο «η τέχνη είναι ο συμβιβασμός από τη θεωρία στην πράξη. Αυτού που ονειρεύεσαι για να μπει στην ύλη περνάει από πολλές αναπροσαρμογές. Αυτό που τελικά εμφανίζεται είναι η τέχνη», όπως έχει πει χαρακτηριστικά.
Η «Πρώτη ύλη» έρχεται ύστερα από δύο μεγάλες παραγωγές του Δημήτρη Παπαϊωάννου στο θέατρο «Παλλάς». Φυσικά μιλάμε για το «Μέσα», ένα μαραθώνιο σκηνικό πείραμα διάρκειας έξι ωρών, που δίχασε το κοινό και επέτρεπε στους θεατές να εισέρχονται, να φεύγουν και να αλλάζουν θέση μέσα στο θέατρο όποτε επιθυμούν, και το εμπορικά επιτυχημένο «2», το 2006, που προκάλεσε ατελείωτες ουρές στην οδό Βουκουρεστίου ξεπερνώντας τα 100.000 εισιτήρια. Χωρίς να ξεχνάμε δύο ακόμη παραστάσεις: το «Πουθενά» που εγκαινίασε την κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το 2009, και τη δεύτερη εκδοχή της αριστουργηματικής «Μήδειας», του πιο «λαϊκού» έργου της «Ομάδας Εδάφους», που ανέβηκε το 2008, δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη της παρουσίαση στο αθηναϊκό κοινό με τη μοναδική Αγγελική Στελλάτου στον ομώνυμο ρόλο.
Αυτές οι τέσσερις παραστάσεις με καθαρά προσωπική θεματολογία διαδέχτηκαν τη μεγαλύτερη αποστολή που σημάδεψε την καριέρα του. Δεν ήταν άλλη από την υπογραφή ενός εγχειρήματος εθνικών διαστάσεων, τις τελετές έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Μια δύσκολη αποστολή, που ο Παπαϊωάννου εκπλήρωσε με τον καλύτερο τρόπο, του έφερε φήμη και χρήματα, και του χάρισε τον τίτλο του «εθνικού καλλιτέχνη». Η αλήθεια είναι ότι χρειάστηκε να περάσει αρκετός χρόνος για να πετάξει από πάνω του τη ρετσινιά των τελετών των Ολυμπιακών Αγώνων και να αισθάνεται ένας ανήσυχος και δημιουργικός καλλιτέχνης που ποτέ δεν πρόδωσε το έργο του, παρά ένα «Ολυμπιακό προϊόν».
Για τον ίδιο οι Ολυμπιακές τελετές ήταν και μια επώδυνη διαδικασία σε ένα εχθρικό περιβάλλον που είχε δημιουργηθεί στη φάση της υλοποίησης του έργου ανάμεσα στη δημιουργική ομάδα και τη μεγάλη πολυεθνική εταιρεία παραγωγής. Εκείνος αποφάσισε να εμπλακεί στην υπόθεση των τελετών εξαιτίας της μεγαλομανίας του και χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλες τις ικανότητές του για να το πετύχει – οτιδήποτε είχε μάθει μέχρι τότε και είχε γυμνάσει μέσα του. «Εφερα πολλές αντιρρήσεις και έβαλα πολλούς όρους στον εαυτό μου. Είπα πως μόνο αν εγκριθεί το σενάριο θα εμπλακώ σ’ αυτή την ιστορία. Ολα έγιναν με όσους όρους είχε θέσει και έτσι απελευθερώθηκε αυτή η μεγαλομανία».
Οι υποχωρήσεις που αναγκάστηκε να κάνει ήταν αυτές που κάνει κάθε άνθρωπος, όταν από τη θεωρία περνάει στην πράξη. «Δεν συζητήθηκε να αλλάξω τίποτα. Το μόνο πράγμα το οποίο αναγκάστηκα να σεβαστώ ήταν ο περιορισμός του γυμνού. Ηταν ζήτημα ευγένειας. Δεν μετανιώνω που το έκανα. Μετανιώνω που βλέποντας το έργο μου συνειδητοποιώ ότι δεν έχει εκείνη την εικόνα που ονειρεύτηκα». Μπορεί ο κόσμος ακόμη να πιστεύει ότι δέχτηκε πολλές και σοβαρές προτάσεις από το εξωτερικό, αλλά στην πραγματικότητα εκείνος δεν έλαβε καμία ενδιαφέρουσα πρόταση. «Αυτά που φαντάζεται ο κόσμος δεν υπάρχουν. Χρήματα έβγαλα μόνο. Ετσι μπορώ να εξαγοράζω ελεύθερο χρόνο».
Ωστόσο αυτή η μεγάλη περιπέτεια δεν άλλαξε ριζικά τη ζωή του. «Ο τρόπος της ζωής μου άλλαξε λίγο κι αυτό έχει να κάνει περισσότερο με το οικονομικό. Ποτέ δεν είχα μεγάλη οικονομική άνεση και ποτέ δεν είχα πληρωθεί γενναία για μια δουλειά που έκανα. Ηταν η πρώτη φορά που ένα τεράστιο έργο πληρώθηκε με μεγάλη αμοιβή. Είναι μια δικαίωση, την οποία δεν είχα γνωρίσει στη ζωή μου. Επίσης άλλαξε την κλίμακα της αγωνίας μου για το μέλλον και τη διαπραγματευτική μου ικανότητα στις επόμενες δουλειές μου. Γιατί θεωρήθηκε -και απ’ ό,τι φάνηκε δικαίως- ότι μετά την επιτυχία της τελετής έναρξης θα έρχεται πολύς κόσμος να βλέπει τη δουλειά μου. Κι έτσι μπόρεσα να κάνω το “2” και την αναβίωση της “Μήδειας” με όρους ευνοϊκότερους για εμένα και τους συνεργάτες μου απ’ ό,τι στο παρελθόν. Αυτά είναι τα κέρδη της επιτυχίας» είχε πει σε παλιότερη συνέντευξη. Για τον ίδιο οι Ολυμπιακοί Αγώνες ενώ του έφεραν πολλά, τώρα “δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα”.
Τα αναρχικά χρόνια στα Εξάρχεια
Στη διάρκεια της πολύχρονης καριέρας του ο Δημήτρης Παπαϊωάννου έχει διαγράψει αξιοζήλευτη πορεία. Η οικογένειά του δεν ήθελε με τίποτα να ακολουθήσει τον δρόμο της τέχνης και όταν τελείωσε το σχολείο, το έσκασε από το σπίτι για μια καλύτερη τύχη. Βρέθηκε στα Εξάρχεια, έγινε αναρχικός, σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και έζησε τα φοιτητικά του χρόνια εξερευνώντας τα άκρα της ζωής και των δυνατοτήτων του. Μαθήτευσε ζωγραφική στο πλευρό του «δασκάλου» του Γιάννη Τσαρούχη και έγινε αρχικά γνωστός από τα κόμικς και τα ζωγραφικά του έργα. Ο κόσμος της τέχνης γρήγορα έγινε ο φυσικός του κόσμος, όπου θα κολυμπούσε μέσα του. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 μυήθηκε στον σύγχρονο χορό και το 1986 μαζί με την Αγγελική Στελλάτου ίδρυσε την «Ομάδα Εδάφους» που ήταν τροφοδοτημένη από τη ζωντάνια και το ταλέντο τους.
«Η “Ομάδα Εδάφους” ήταν ένα φαινόμενο για εκείνη την εποχή. Ποτέ δεν σκεφτήκαμε το κέρδος, την επιτυχία ή τη μοιρασιά της επιτυχίας» σημειώνει ο Παπαϊωάννου, ο οποίος έχει χορογραφήσει δεκαεπτά παραγωγές για την ομάδα, ανάμεσά τους τα έργα «Ενός λεπτού σιγή», «Δράκουλας», «Ανθρώπινη δίψα», «Για πάντα».
Τελειομανής και ασυμβίβαστος, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου ξαναβρήκε την αγάπη του για το εργαστήριο χάρη στο «2», την αγαπημένη του παράσταση μέχρι σήμερα, που του έδωσε δύναμη να συνεχίσει. «Το να μην ντρέπεται κανείς γι’ αυτό που είναι και το να προσπαθεί να ακολουθεί τη χαρά του είναι το νούμερο 1. Εγώ αισθάνομαι τυχερός, γιατί είμαι κατασκευασμένος από τα υλικά της εποχής μου. Αν ήμουν ένας καλλιτέχνης σαν τους πολλούς που υπάρχουν, που είναι πριν από την εποχή τους, δεν θα γνώριζα την ανταποδοτικότητα που έχω γνωρίσει, η οποία μου δίνει χαρά και κουράγιο. Το αν δουλεύω σκληρά δεν το διαπραγματεύομαι. Δεν ξέρω να υπάρχω παρά μονάχα δουλεύοντας σκληρά. Αυτό δεν το κάνω για την επιτυχία, αλλά επειδή το έχω ανάγκη. Πιστεύω ότι χωρίς μανία για εργασία δεν υπάρχει τίποτα».
ΒΑΪΟΣ ΜΑΧΜΟΥΝΤΕΣ